Ας τα ορίσουμε κάπως απλά, γιατί η σχέση εξωσχολικών και σχολικών ζητημάτων πάντα είναι αξεδιάλυτη και δύσκολα αποσαφηνίζεται. Ας θεωρήσουμε ότι είναι όλα εκείνα τα προβλήματα που πηγάζουν από οποιοδήποτε άλλο πεδίο εκτός εκείνο του σχολείου και αφορούν κυρίως μαθητές και μαθήτριες αλλά και πέραν τούτων άλλες όψεις της σχολικής λειτουργίας. Και μόνο η αρίθμησή τους, η ταξινόμησή τους και η όποια αξιολόγησή τους είναι μια αρκετά δύσκολη υπόθεση. Παρόλα αυτά θα κινηθούμε με απλή μεθοδολογία, αφού έτσι κι αλλιώς δεν στοχεύουμε σε μια επιστημονικά τεκμηριωμένη έρευνα για τη συνολική αποτίμησή τους.
Κύρια πηγή των εξωσχολικών προβλημάτων που απασχολούν τους μαθητές / τις μαθήτριες είναι αναπόφευκτα η οικογένεια, αφού αυτή είναι η κύρια και πρωταρχική εστία της ζωής τους και της κοινωνικοποίησής τους. Οι όποιες εντάσεις και οι δυσκολίες της οικογένειας συνταράσσουν την παιδική ψυχή και το νεανικό κόσμο της εφηβείας και αποδυναμώνουν σημαντικά την προσπάθεια μαθητών και μαθητριών ακόμα και για τη στοιχειώδη παρακολούθηση των μαθημάτων – πολλώ μάλλον για τη δημιουργική αφομοίωση της μαθησιακής ύλης. Όταν υπάρχουν σύννεφα στον οικογενειακό ορίζοντα, η όλη συμπεριφορά του παιδιού είναι μηχανική, το βλέμμα του απλανές, το πρόσωπό του ανέκφραστο. Η όλη λειτουργία του ξεχωρίζει από την αντίστοιχη των άλλων μαθητών / μαθητριών. Η σιωπή και η εικόνα αφαίρεσης από τη σχολική αίθουσα είναι τα μόνιμα χαρακτηριστικά του στοιχεία και προφανώς κάθε απόπειρα παρακολούθησης είναι ήδη υπονομευμένη.
Το πιο σημαντικό στοιχείο είναι ότι οι γονείς των παιδιών δύσκολα αντιλαμβάνονται το κατά πόσο τα παιδιά τους έχουν αντιληφτεί ό,τι αυτοί προσπαθούν να αποκρύψουν και έτσι δημιουργούν μια αυταπάτη ότι τα παιδιά τους δεν επηρεάζονται από ένα κακό κλίμα. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Τα παιδιά μπορούν να αντιληφτούν τα πάντα, από τα οικονομικά προβλήματα μέχρι τις συναισθηματικές εντάσεις στις σχέσεις του ζευγαριού και μάλιστα με έναν μεγεθυντικό τρόπο, απόρροια της αυξημένης ευαισθησίας που αναπτύσσει η ηλικία τους. Μπορώ να ισχυριστώ με κάποια έμφαση ότι, όταν οι γονείς ενός παιδιού βιώνουν μια τρυφερή σχέση, μεταδίδεται αυτή η ακτινοβολία της συζυγικής αγάπης στο παιδί και εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους. Όταν, όμως, υπάρχει συναισθηματικό ρήγμα, τότε το παιδί πίσω από την εκδηλούμενη ηρεμία – απάθεια αποκρύπτει έναν ανταριασμένο κόσμο που εύκολα μπορεί να ξεσπάσει, αλλά και όσο δεν ξεσπάει συσσωρεύει οργή και θυμό που μετασχηματίζονται σε απογοήτευση και ηττοπάθεια.
Ωστόσο, το κύριο ζήτημα δεν είναι η όποια περιγραφή και ανάλυση – αν και αυτές έχουν την αξία τους – αλλά το τι μπορεί να κάνει το σχολείο σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Ας δούμε την κύρια κοίτη της απάντησης. Από τη στιγμή που το σχολείο δεν μπορεί εξ ορισμού να λύσει την αιτία του προβλήματος, ο ρόλος του δεν είναι λυτρωτικός αλλά ούτε καν αποφασιστικός. Αυτό, από την άλλη πλευρά, δε σημαίνει ότι δεν έχει περιθώρια παρέμβασης για τη βελτίωση της κατάστασης. Αν το σχολείο δεν ασχοληθεί με κάποιο τρόπο με αυτού του είδους τα προβλήματα των παιδιών, τότε έχει επιλέξει το δρόμο να εγκαταλείψει τα παιδιά αυτά στην προσπάθεια της μόρφωσής τους. Γιατί κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι σε τέτοιες περιπτώσεις το παιδί έχει ακόμα και την απλή διάθεση για
εκπαιδευτική λειτουργία.
Ποια είναι η πρώτη επιλογή του σχολείου; Θεωρώ ότι οφείλει να βρει τρόπους να αναπληρώσει πρωτίστως το βασικό έλλειμμα του παιδιού, το έλλειμμα αγάπης. Να εκδηλώσει με συγκροτημένο αλλά και με απόλυτα διακριτικό τρόπο κατανόηση, έγνοια, φροντίδα, μέριμνα. Ένας ή μία εκπαιδευτικός μπορεί να αναλάβει την συναισθηματική καλλιέργεια του παιδιού, την προσπάθεια ενθάρρυνσής του και της μερικής υπέρβασης του προβλήματος. Να καταδείξει ότι η ζωή έχει δυσκολίες σχεδόν για όλους τους ανθρώπους και ότι έχει νόημα και αξία όχι μόνο να μη μας λυγίζουν οι σκιές των προβλημάτων αλλά να αντλούμε δύναμη και θέληση για να προχωρήσουμε με μια αισιόδοξη νότα.
Το σχολείο οφείλει να βρει τρόπους, ώστε το παιδί που δοκιμάζεται να αναπτύξει έτι περαιτέρω τις φιλικές του σχέσεις με άλλους μαθητές / άλλες μαθήτριες. Εδώ είναι, κατά τη γνώμη μου, και το πιο προνομιακό πεδίο άμβλυνσης του προβλήματος. Γιατί η φιλία, η παρηγορητική κουβέντα και το συναισθηματικό πλησίασμα από έναν / μία συνομήλικο έχει φοβερή αξία για τον κόσμο της εφηβείας. Σε κάθε περίπτωση, το παιδί που αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα τέτοιας μορφής δεν θέλει να γίνεται «ορατό» το πρόβλημά του – γιατί αυτό συνιστά μια δευτερογενή πηγή άγχους και στεναχώριας – και δεν θέλει σε καμιά περίπτωση ευνοϊκή μεταχείριση.
Το κύριο πρόβλημα του σημερινού σχολείου είναι η ασθενική παιδαγωγική του λειτουργία. Το ελληνικό σχολείο «αγχώνεται» για τη συσσώρευση γνώσης, την έχει κάνει το κύριο – αν όχι το μοναδικό – μέλημά του. Αλλά μπορεί να νοηθεί μόρφωση και παιδεία χωρίς να έχουν ως πυρήνα τους την έννοια της αγωγής;