Από την αρχή κιόλας της ζωής, τα βρέφη προσέχουν επιλεκτικά τους ήχους της φωνής των γονέων τους. Γρήγορα μαθαίνουν κι αυτά να επικοινωνούν με χειρονομίες και ήχους.
Δήμητρα Πήττα, Εκπαιδευτικός & Επιστήμονας Ψυχικής Υγείας
Στους δώδεκα μήνες της ζωής τους έχουν αναπτύξει συνήθως την ικανότητα να κατανοούν ορισμένες λέξεις και να χρησιμοποιούν και μάλιστα κάποιες από αυτές για να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και να εκδηλώσουν τις ανάγκες τους. Στα δύο τους χρόνια, η γλωσσική ανάπτυξη είναι ραγδαία, και τότε τα παιδιά εκφράζουν ολοένα και πιο πολύπλοκες σκέψεις με τους γονείς και το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού να αποτελούν πρότυπα για την ανάπτυξη του λόγου.
Όταν μιλάμε για διαταραχές της επικοινωνίας, αναφερόμαστε σε αυτό που ονομάζουμε συχνά ως «ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές της ομιλίας και της γλώσσας (του λόγου)». Το παιδί με διαταραχές επικοινωνίας μπορεί να αντιμετωπίζει δυσκολίες στην παραγωγή των ήχων της ομιλίας, στη χρήση της ομιλίας για την επικοινωνία ή στην κατανόηση του προφορικού λόγου. Οι διαταραχές αυτές, βέβαια, δεν αποδίδονται άμεσα σε νευρολογικές ανωμαλίες ή σε ανωμαλίες του μηχανισμού της ομιλίας, σε βλάβες των αισθητηρίων οργάνων, σε νοητική υστέρηση ή σε περιβαλλοντικούς παράγοντες• ενδέχεται το παιδί να έχει την ικανότητα να επικοινωνεί και να κατανοεί το λόγο, αλλά η γλωσσική του ικανότητα να είναι διαταραγμένη σε κάποιο περιβάλλον.
Η ακριβής αιτία των διαταραχών αυτών δεν είναι γνωστή. Πιθανότατα υπάρχουν διάφοροι αλληλεπιδρώντες γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες που ευθύνονται για την εμφάνισή τους, παρά μια μοναδική αναγνωρίσιμη αιτία. Σε κάθε περίπτωση, όταν τα παιδιά δεν έχουν αρκετές ευκαιρίες για διάλογο και ανατροφοδότηση, είναι δεδομένο πως περιορίζονται οι δυνατότητές τους να εκφραστούν λεκτικά, άρα κινδυνεύουν ακόμα περισσότερο να αναπτύξουν διαταραχές της επικοινωνίας.
Η γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών ακολουθεί συγκεκριμένα στάδια, αλλά με κάποιες ατομικές διαφορές. Στα παιδιά χωρίς διαταραχές επικοινωνίας, υπάρχουν σημαντικές διαφορές τόσο ως προς την ηλικία έναρξης της ομιλίας όσο και ως προς τον ρυθμό με τον οποίο εγκαθίστανται μόνιμα οι γλωσσικές δεξιότητες. Αυτές οι φυσιολογικές αποκλίσεις στη γλωσσική ανάπτυξη δε δημιουργούν ιδιαίτερο πρόβλημα, πολλές φορές όμως η καθυστέρηση στη γλωσσική ανάπτυξη ακολουθείται από μαθησιακές δυσκολίες και διαταραχές συμπεριφοράς• γι’ αυτό, η έγκαιρη και απόλυτα ακριβής διάγνωση των διαταραχών επικοινωνίας είναι πολύ σημαντική και για να τεθεί, θα πρέπει η νοημοσύνη του παιδιού να είναι φυσιολογική, να μην υπάρχει κινητικό ελάττωμα του λόγου ούτε και αισθητηριακά ελλείμματα ή περιβαλλοντική αποστέρηση.
Οι συμπεριφορικές παρεμβάσεις είναι η πιο κοινή προσέγγιση για τη θεραπεία των διαταραχών της ομιλίας. Τέτοιες παρεμβάσεις πραγματοποιούνται συνήθως από λογοθεραπευτές, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις η θεραπεία μπορεί να παρέχεται από γονείς ή εκπαιδευτικό προσωπικό υπό την επίβλεψη του λογοθεραπευτή. Αυτές οι παρεμβάσεις μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά την ικανότητα ενός παιδιού να επικοινωνεί και μπορεί να αυξήσει την ικανότητα σε συγκεκριμένους τομείς της γλώσσας.
Κλείνοντας, να σημειωθεί πως τα γλωσσικά προβλήματα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στις καθημερινές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και στην εκπαιδευτική πρόοδο του ατόμου, γι’ αυτό θα πρέπει από πολύ νωρίς οι γονείς να παρατηρούν τις αντιδράσεις των παιδιών τους ώστε να έχουν μια πλήρη εικόνα της γενικότερης συμπεριφοράς τους και να καταφεύγουν στους ειδικούς για την όσο το δυνατόν πιο έγκαιρη επίλυση οποιονδήποτε προβλημάτων.
Πηγές
Potential causes of Developmental Language Disorder, dldandme.org
Developmental language disorder, wikipedia
Developmental Language Disorder, acamh.org
Διαταραχές επικοινωνίας, mandou.gr
Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων, Κακούρος Μανιαδάκη