Μπορεί να είχε δίκιο – σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής του – ο μεγάλος μας σοφός ο Σωκράτης που δεν τίμησε τον γραπτό λόγο και παρέμεινε ένθερμος εραστής του προφορικού λόγου. Ωστόσο, ο γραπτός λόγος ήλθε ως μια φυσική αναγκαιότητα, ως μια ορμητική εξέλιξη που επηρέασε καθοριστικά την ιστορία της ανθρωπότητας, που διαμόρφωσε την εικόνα του σύγχρονου ανθρώπου, που συνδέθηκε με τα μεγάλα ρεύματα του Διαφωτισμού και των πολλαπλών μορφωτικών και εκπαιδευτικών κινημάτων σ’ όλες τις χώρες του Κόσμου.
Του Νίκου Τσούλια
Η ζωή είναι πολύ διαφορετική με την ανάπτυξη του γραπτού λόγου, με την προαγωγή του ως καθοριστικού μέσου επικοινωνίας και γνώσης.
Το γράψιμο είναι ο δίδυμος αδελφός του διαβάσματος. Άμα διαβάζεις, άμα διαβάζεις πολύ, θα θελήσεις και να γράφεις, δεν μπορείς να μη γράφεις. Δε γίνεται αλλιώς. Η αγάπη για διάβασμα σού βάζει στο χέρι και το μολύβι με το χαρτί ή σε φέρνει στα πλήκτρα του λάπτοπ και γίνεται και αγάπη για γραφή.
Τόσο διάβασμα, τόσο σκέψεις συγγραφέων και συγγραφέων που έχουν πλημμυρίσει το είναι μου, πώς να στομώσουν, πώς να βάλω φράγμα μπροστά τους όταν πολλαπλασιάζουν τις δικές μου μικρές πηγές και γίνονται χείμαρροι που μόνο στης γραφής τους κάμπους θα απλωθούν και θα καταλαγιάσουν; Δεν έχει υπάρξει ημέρα εδώ και χρόνια πολλά που να μην έχει στο πιο δημιουργικό μέρος της διάβασμα και γράψιμο. Και είναι οι δύο ενασχολήσεις όπου αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε απόλυτα οικείους χώρους. Αλλά το γράψιμο κερδίζει το απόλυτα δημιουργικό κομμάτι του εαυτού μου και αυτό γενναιόδωρα και απλόχερα μού πολλαπλασιάζει αυτό το κομμάτι.
Το γράψιμο είναι η απόλυτα βιωμένη καθημερινή μου πραγματικότητα. Όταν γράφω, νιώθω σχεδόν ευτυχισμένος. Αισθάνομαι την απόλυτη πληρότητα. Γεύομαι ολόκληρο τον εαυτό μου. Έχω μια αίσθηση (ή μια ψευδαίσθηση, δεν έχει καμιά σημασία) ότι έχω το απόλυτο αυτεξούσιο του εαυτού μου και του δικού μου μικρού σύμπαντος. Δεν υπάρχουν δεσμεύσεις ούτε περιορισμοί.
Το γράψιμο είναι μια καθημερινή μου εργασία, μια καθημερινή πνευματική μου άσκηση. Είναι μια άσκηση του νου – που μαζί με το λειτουργία μου στο Λύκειο και με το διάβασμά μου – αποτελεί το φωτεινό σύμπαν των σταθερών μορφωτικών μου δραστηριοτήτων. Είναι το υφάδι που μπορώ να ξετυλίγω και να βλέπω το πώς σκεπτόμουνα, το τι ήθελα, το ποιες αγωνίες και ποιοι σχεδιασμοί περιτριγυρνούσαν στο μυαλό μου, το ποιο ήταν το άρρητο μέρος της καθημερινής μου ζωής. Και είναι πάντα τόσο μεγάλο!
Και είναι το γράψιμο μια απόλυτα αναγκαία, μια θεμελιώδης καθημερινή όψη του εαυτού μου. Είναι μια βασική ανάγκη, όπως η ανάσα. Όχι δεν είναι το γράψιμο καμιά πολυτέλεια, δεν είναι εργασία μόνο για τους διανοούμενους ή για κάποιους επαγγελματίες. Το γράψιμο δεν είναι επαγγελματική εργασία. Μπορεί κάποιοι να τη θεωρούν ως τέτοια. Το γράψιμο είναι μια παγκόσμια, μια απόλυτα καθολική εργασία, αφορά όλους τους ανθρώπους όπου γης και όπου χρόνου.
Δεκάδες διεθνείς προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών, ανάμεσά τους τέσσερις νομπελίστες, τρεις λογοτεχνίας, οι Τόνι Μόρισον, Τζ. Μ. Κούτσι και Ντόρις Λέσινγκ, και ειρήνης, ο Φρέντερικ Βίλεμ ντε Κλερκ, θα κάνουν έκκληση ώστε «η ανάγνωση, η γραφή και η πρόσβαση στην πληροφορία να αποτελέσουν μέρος των προτεραιοτήτων της έκτακτης ανθρωπιστικής βοήθειας».
Η πρωτοβουλία ανήκει στη γαλλική μη κυβερνητική οργάνωση «Bibliotheques sans frontiers» (BSB / Βιβλιοθήκες χωρίς σύνορα», με επικεφαλής τον Γάλλο ιστορικό Πατρίκ Βέιλ). Οι διανοούμενοι αναφέρουν στο κείμενο της έκκλησης: «Όταν επέρχεται ανθρωπιστική καταστροφή, οι πρώτες βοήθειες δίδονται στους τραυματίες που πρέπει να σωθούν, στη μέριμνα για τα τρόφιμα, τους άστεγους και την ένδυση, αλλά μετά την καταστροφή πρέπει να δίνεται η δυνατότητα για ανάγνωση, γραφή, επικοινωνία… Σήμερα καμιά από τις αρχές του ΟΗΕ όταν πρέπει να διαχειριστεί την τύχη ανθρώπων εκτοπισμένων δεν αναφέρεται σε αυτήν την πνευματική διάσταση διάσωσης ανθρώπων που κινδυνεύουν, σε αυτήν τη θεμελιώδη ανάγκη της ενημέρωσης, του διαλόγου, της ασφάλειας» (ΕΘΝΟΣ 30.11.12).
Γιατί γράφουμε; Αν και δεν μπορεί να τεθεί αυτό το ερώτημα – μάλλον το αντίθετο ερώτημα έχει νόημα, ας δούμε την απλή προσέγγιση του Αντόνιο Ταµπούκι, μια προσέγγιση που έχει ως απαντήσεις απλά ερωτήματα: «Όλες οι πιθανές απαντήσεις είναι έγκυρες και συνοδεύονται από ένα ερωτηµατικό. Γράφουµε γιατί φοβόµαστε τον θάνατο; Γιατί φοβόµαστε να ζούµε; Γιατί νοσταλγούµε την παιδική µας ηλικία;
Γιατί το παρελθόν το έσκασε βιαστικά ή γιατί θέλουµε να το σταµατήσουµε; Γιατί το γήρας µάς κάνει να αισθανόµαστε νοσταλγία, πίκρα; Γιατί θα θέλαµε να είχαµε κάνει κάτι και δεν το κάναµε ή γιατί δεν θα έπρεπε να είχαµε κάνει κάτι που κάναµε; Γιατί είµαστε εδώ και θέλουµε να είµαστε εκεί και αν ήµασταν εκεί δεν θα ήταν καλύτερα για µας να µείνουµε εδώ;»
Το γράψιμο είναι πάντα μια πρόκληση, μια πρόκληση για οδοιπορικό σε κρυμμένες όψεις του εαυτού μας, μια πρόκληση – πρόσκληση σε άγνωστο έδαφος της ζωής μας. Γράφοντας ονειρεύεσαι χωρίς να ξέρεις αν βρίσκεσαι στη χώρα του πραγματικού ή στη χώρα του φαντασιακού ή αν ταλαντεύεσαι διαρκώς στη μεθόριό τους. Και ίσως αυτή η πολλαπλή άγνοια να προκαλεί αυτή την ιδιότυπη γοητεία…