Πολυαγαπημένη μου Μαρίλια, Έχω σκεφτεί πολλές φορές να σου γράψω για όλα όσα με έκαναν να φύγω από την Ελλάδα. Ξέρω ότι κάποια στιγμή θα με ρωτήσεις γιατί αποφασίσαμε με τον μπαμπά σου να εγκαταλείψουμε το σπίτι μας, συγγενείς και φίλους και ν’αναζητήσουμε την τύχη μας στο Λουξεμβούργο.
Γράφει η αναγνώστρια Δήμητρα Σαρβάνη
Θα μπορούσα να σ’απαντήσω λακωνικά πως ήταν η οικονομική κρίση που μας ώθησε – όπως και πολλούς άλλους – σ’αυτό το εγχείρημα. Θα μπορούσα επίσης να σου αναλύσω με όσες γνώσεις και πληροφόρηση διαθέτω για το τι θεωρώ ότι έφταιξε και έφτασε η πατρίδα μας ως εδώ. Θα προτιμούσα, όμως, να μην αναλωθώ σε τέτοιου είδους κουβέντες μαζί σου. Αφήνω λοιπόν τις κοινωνικές/οικονομικές /πολιτικές αναλύσεις σε πιο ειδήμονες από μένα και επιλέγω να σου περιγράψω ό,τι ένιωσα αφήνοντας την Ελλάδα και μετακομίζοντας σε μια ουσιαστικά και όχι κατ’ όνομα ευρωπαϊκή χώρα.
Δεν σου κρύβω ότι πολλά χρόνια πριν γνωρίσω τον πατέρα σου φλέρταρα με την ιδέα να εγκατασταθώ μόνιμα στο εξωτερικό. Σε κάθε ταξίδι μου σε κάποια οργανωμένη και ευνομούμενη χώρα της Ευρώπης, ένιωθα πως οι συνθήκες ζωής ήταν καλύτερες απ’τη δική μου πατρίδα. Τα καλοδιατηρημένα ιστορικά κτίρια στις μητροπόλεις, τα πεντακάθαρα και προσβάσιμα σε όλους πεζοδρόμια, η ευγένεια και η αισθητική των κατοίκων. Η αίσθηση της ασφάλειας που παραδόξως είχα σε αυτές τις χώρες που αν και ξένες διαισθανόμουν ότι θα με κάλυπταν σε οτιδήποτε απρόοπτο προέκυπτε στο ταξίδι μου. Όλα αυτά με έκαναν να σκέφτομαι την πιθανότητα να εγκαταλείψω την Ελλάδα και να ξενιτευτώ.
Όταν λοιπόν τελικά εγκατασταθήκαμε στο Λουξεμβούργο συνειδητοποίησα ότι αυτές οι ‘’υποψίες’’ μου ήταν πέρα για πέρα αληθινές. Βρεθήκαμε σε μια χώρα όπου το να’σαι ξένος δεν σε βάζει αυτόματα σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους ντόπιους. Ούτε σε δαιμονοποιεί, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα. Καταλάβαμε επίσης ότι εδώ δεν υπάρχουν καλοί ή κακοί ξένοι (ανάλογα με τη χώρα προέλευσης τους και τον πλούτο της). Όλοι, με βάση κάποιες νόμιμες και τυπικές προϋποθέσεις, μπορούν να έχουν ίσες ευκαιρίες σε μόρφωση, δουλειά και κοινωνική πρόνοια. Αντιληφθήκαμε ακόμη ότι ως ξένοι δεν ήμασταν απλά φτηνό επιστημονικό προσωπικό για την χώρα υποδοχής. Αντιθέτως μας αντιμετώπιζαν ως εν δυνάμει Λουξεμβουργιανούς πολίτες με το να μας καλούν κατά καιρούς σε διάφορες εκδηλώσεις ένταξης και γνωριμιών για να μην νιώσουμε μοναξιά και κοινωνικό αποκλεισμό.
Παράλληλα, γνωρίσαμε και περιπλανηθήκαμε σε μια χώρα με ένα απίστευτο φυσικό τοπίο, το οποίο διατηρείται όμορφο και ανέπαφο όχι τυχαία, αλλά με την ουσιαστική παρέμβαση και συμμετοχή των κατοίκων της. Είδαμε προς μεγάλη μας έκπληξη ότι κάθε φορά που γίνεται ένα μεγάλο δημόσιο έργο (όπως για παράδειγμα το τραμ στο κέντρο τoυ Luxembourg ville) και συνεπώς συντελείται μια περιβαλλοντική επιβάρυνση με την κοπή δέντρων σε μια περιοχή, σε κάποια άλλη περιοχή της χώρας αποφασίζεται η φύτευση αντίστοιχης δασικής έκτασης (κάτι βεβαίως τελείως αδιανόητο και ουτοπικό για την Ελλάδα).
Αλλά και στην πιο προσωπική μας επαφή με τους ανθρώπους, καταλάβαμε ότι κάθε φορά που είχαμε κάποιο πρόβλημα με την προσαρμογή μας στην ξένη χώρα, υπήρχε διάθεση να μας ακούσουν και να μας βοηθήσουν με όποιον τρόπο θεωρούσαν καλύτερο.
Είναι πολλές άλλες εικόνες και εμπειρίες που θα μπορούσα να σου περιγράψω. Αναμφίβολα, όμως, θα τις βιώνεις και εσύ μεγαλώνοντας σε αυτή την υπέροχη και πολιτισμένη χώρα. Είμαι σίγουρη ότι κάποιες από αυτές τις εμπειρίες θα τις θεωρείς δεδομένες και αυτονόητες, γιατί απλά δε θα έχεις – όπως ο πατέρας σου κι εγώ – τη δυνατότητα να τις συγκρίνεις με την προηγούμενη ζωή σου. Κάπου εδώ – για να καταλάβεις τη διαφορά – πρέπει να σου μιλήσω για τα όσα ζούσαμε στη δική μας πατρίδα. Νομίζω ότι τώρα που θα κλείσουμε σχεδόν έναν χρόνο στην ξενιτιά μπορώ να σου τα περιγράψω με ηρεμία και καθαρότητα.
Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σου περιγράψω επαρκώς πώς είναι να ζεις στην Ελλάδα της κρίσης. Ανασφάλεια, αγωνία σε κάθε προσωπικό και επαγγελματικό βήμα, αβάσταχτοι και άδικοι φόροι, έλλειψη αλληλεγγύης στο πιο ευπαθές κομμάτι του πληθυσμού. Μισαλλοδοξία (ακόμα και σε φιλικές ή συγγενικές σχέσεις) και δυσανεξία στο διαφορετικό. Πέρα και πάνω όμως από όλα αυτά, η Ελλάδα και νωρίτερα – πόσο μάλλον τώρα με την κρίση – είναι μια χώρα στην οποία τίποτα και κανείς δεν μπορεί να σου εγγυηθεί το μέλλον σου και καμιά προοπτική δεν διαγράφεται σίγουρη για σένα και την οικογένειά σου. Ένα βαρύ σύννεφο απαισιοδοξίας εκτείνεται παντού, σκεπάζει τα πάντα και σιγά σιγά απλώνεται και στην ψυχή σου.
Μπορώ και σε αυτή την περίπτωση να σου πω πολλά ακόμα ζοφερά για την κατά τα άλλα πανέμορφη πατρίδα μας. Μαζί ή και χώρια θα ανακαλύψεις αυτές τις ομορφιές αλλά και τη ζεστασιά των ανθρώπων της. Πίστεψε με, η πατρίδα μας έχει και αυτό το πρόσωπο. Δεν θέλω όμως να σε στενοχωρήσω παραπάνω. Θέλω να σου πω πως όλα αυτά αναλογίστηκα πριν πάρω με τον πατέρα σου την απόφαση να φύγουμε στα ξένα.
Ήθελα να σε προστατεύσω από όλα αυτά, όπως κάθε υπεύθυνος και τρυφερός γονιός θα έκανε στην περίπτωση μου. Δεν ισχυρίζομαι ότι στην καινούρια μας πατρίδα δεν θα υπάρξουν δυσκολίες και αντιξοότητες για σένα και για μας. Ελπίζω, όμως, ότι θα καταφέρουμε να τις αντιμετωπίσουμε με τη βοήθεια ενός κράτους που μας σέβεται και δεν μας τιμωρεί. Και περισσότερο απ’όλα, εύχομαι να εκτιμήσεις την προσπάθεια που κάνουμε να’ χεις ένα καλύτερο, φωτεινό μέλλον και το δικαίωμα να ονειρεύεσαι.
Με πολύ και ιδιαίτερη αγάπη,
Η μαμά σου