Περίπου ένας στους πέντε μαθητές Δημοτικού εντάσσεται στην κατηγορία «τα παιδιά με το κλειδί», ένα νέο φαινόμενο που δημιουργήθηκε στην ελληνική κοινωνία λόγω της απουσίας των γονέων στην εργασία, της αύξησης των διαζυγίων και των μονογονεϊκών οικογενειών και των δυσκολιών των ολοήμερων σχολείων να καλύψουν όλες τις ανάγκες.
Έτσι πολλά παιδιά επιστρέφουν από το σχολείο το μεσημέρι στο σπίτι, χωρίς κάποιος να τους περιμένει, για να τους ανοίξει.
Έχοντας κρεμασμένο το κλειδί στον λαιμό τους, για να μην το χάσουν, ανοίγουν την πόρτα και μένουν μόνα τους στο σπίτι, ακόμη και τρεις και τέσσερις ώρες, μέχρι να επιστρέψουν οι γονείς ή ο γονέας από τη δουλειά.
Και ουσιαστικά όλο αυτό το χρονικό διάστημα φροντίζονται μόνοι τους, αντιμετωπίζοντας βέβαια και ουκ ολίγες δυσκολίες, από το πώς θα φάνε, μέχρι και το αν τελικά διαβάζουν ή βλέπουν τηλεόραση.
Το φαινόμενο αυτό ήταν έντονο στο εξωτερικό, έως ότου ο δυτικός τρόπος ζωής επεκτάθηκε δυναμικά και στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 και πλέον αποτελεί κοινωνική τάση και στη χώρα μας.
Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ερεύνησε το φαινόμενο και προχώρησε στην εξαγωγή ενδιαφερόντων συμπερασμάτων.
Ο αναπληρωτής καθηγητής του Παιδαγωγικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Νίκος Χανιωτάκης, που έχει ασχοληθεί επισταμένως με το ζήτημα, τόνισε πως «τα παιδιά με το κλειδί στο χέρι» είναι οι μαθητές, που επιστρέφοντας το μεσημέρι από το σχολείο στο σπίτι, δεν έχουν κανέναν να τους περιμένει, επειδή οι γονείς τους δουλεύουν. Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο, ενώ υπολογίζεται πως στις ΗΠΑ τα παιδιά αυτά αγγίζουν τα 4.000.000».
Η επίδραση των κοινωνικών αλλαγών
Ο κ. Χανιωτάκης ερμήνευσε την ένταση του φαινομένου από την όλο και πιο δυναμική ένταξη της γυναίκας στην αγορά εργασίας, την αύξηση των διαζυγίων, την ύπαρξη μονογονεϊκών οικογενειών, της απουσίας παππούδων και γιαγιάδων.
Έτσι για να μην μένει μόνο το παιδί στο σπίτι αυτό το κρίσιμο χρονικό διάστημα, δηλαδή από τη λήξη του σχολικού ωραρίου μέχρι την επιστροφή των γονέων στο σπίτι νωρίς το απόγευμα, η λύση για τη φροντίδα του είναι, είτε η εγγραφή του στο ολοήμερο, είτε η πληρωμή κάποιου ατόμου για να το φροντίζει στο σπίτι.
«Αλλά το ολοήμερο σχολείο έχει απαξιωθεί και δεν υποστηρίζεται από την πολιτεία, ενώ οι γονείς βλέπουν ότι ο θεσμός δεν βοηθά το παιδί τους. Και λόγω οικονομικής αδυναμίας να πληρώσουν κάποιο άτομο, επιλέγουν να το αφήνουν μόνο στο σπίτι για κάποιες ώρες», ανέφερε ο κ. Χανιωτάκης, ενώ ερωτηθείς για το πώς βλέπουν τα παιδιά την κατάσταση, απάντησε πως όσο μικρότερα σε ηλικία είναι τα παιδιά, τόσο πιο πολύ ζορίζονται, ενώ όσο μεγαλώνουν και φτάνουν στην εφηβεία, μάλλον τους αρέσει να είναι μόνα τους».
Χαμηλότερες επιδόσεις
Βάσει έρευνας που πραγματοποίησε η προπτυχιακή φοιτήτρια του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Μαρία Τότσα σε 310 φοιτητές και φοιτήτριες του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας για τα μαθητικά τους χρόνια, διαπιστώθηκε πως ένα 18% εξ’ αυτών εντάσσονταν στην κατηγορία «τα παιδιά με το κλειδί στο χέρι» και έμεναν μόνα για περισσότερο από τρεις ώρες.
Επίσης ένα 30% των παιδιών με το κλειδί στο χέρι πήγαινε και ολοήμερο. Μάλιστα οι φοιτητές τόνισαν πως όσες ώρες έμεναν σπίτι μόνοι τους, ένιωθαν φόβο, μοναξιά και ότι υπήρχε πολύ ησυχία. Η μοχανικότητα ήταν έντονη, αφού ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα οι γονείς προέτρεπαν στα παιδιά τους, να μένουν στο σπίτι και να μην ανοίγουν σε κανένα.
Επίσης η βασική απασχόληση των παιδιών αυτών στο σπίτι είναι η τηλεόραση και ναι μεν διάβαζαν τα μαθήματά τους, αλλά επειδή οι γονείς έρχονταν κουρασμένοι από τη δουλειά και δεν τους επιτηρούσαν τόσο πολύ στα μαθήματα, δεν είχαν τελικά τόσο υψηλές επιδόσεις. Επίσης δεν σιτίζονται καλά, αφού δεν τρώνε ζεστό φαγητό.
Μάλιστα σε έρευνες του εξωτερικού διαπιστώθηκε ότι και τα παιδιά με το κλειδί στο χέρι είναι και πιο επιρρεπή σε ουσίες.
Και ατυχήματα
Παράλληλα υπήρχαν πολλά ατυχήματα. Ειδικότερα οι φοιτητές ανέφεραν διάφορες καταστάσεις, που δημιουργήθηκαν στο σπίτι, όταν ήταν μόνα τους, όπως «έβαλα φωτιά στο τηγάνι, ενώ προσπαθούσα να φτιάξω πατάτες τηγανιτές», «έπεσα και έσκισα το μάτι μου», «λιποθύμησα, επειδή ήμουν άρρωστη», «είχα καεί με βραστό νερό», «είχα τη λανθασμένη εντύπωση πως κάποιος ξένος ήταν στο σπίτι», «έτυχε να κτυπήσει την πόρτα κάποιος άγνωστος. Τρόμαξα και δεν άνοιξα, όπως πολύ σωστά μου έλεγαν κάθε φορά οι γονείς, πριν πάνε κάπου και με αφήσουν».
«Είναι δεδομένο πως τα μικρότερα παιδιά θα προτιμούσαν κάποιος να τους ανοίξει την πόρτα του σπιτιού και να μην είναι μόνα τους», ανέφερε ο κ. Χανιωτάκης και πρόσθεσε πως η ονομασία με το κλειδί δόθηκε, επειδή αυτά τα παιδιά έχουν συνήθως κρεμασμένα στον λαιμό τους μια αλυσίδα με το κλειδί, για να μην το χάσουν.
Μάλιστα υπογράμμισε πως κομβικής σημασίας για την αντιμετώπιση του φαινομένου και την εξυπηρέτηση των οικογενειών θα είναι η ενίσχυση του θεσμού του ολοημέρου.