Μια λέξη που ακούγεται συχνά τα τελευταία χρόνια είναι «βιορυθμός». Το άκουσμα της μας κάνει να χαμογελάμε συγκαταβατικά γιατί, έτσι ξαφνικά που έχει εισχωρήσει στο λεξιλόγιο μας, την κατατάσσουμε αυτόματα στις καινούργιες «λόξες» των φανατικών της υγιεινής ζωής. Στην ουσία όμως δεν είναι τίποτε το παράξενο ή το καινούργιο.
Γράφει η ψυχολόγος Λουίζα Βογιατζή, mypsychologist.gr
Σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας, ο οργανισμός μας καθορίζεται από ρυθμούς. Η καρδιά που χτυπάει, η αναπνοή, ο σφυγμός, είναι οι πιοεύκολα διακριτοί και οι πιο γρήγοροι αλλά υπάρχουν κι άλλοι, όπως για παράδειγμα ο ρυθμός του ύπνου και του ξύπνιου που ακολουθεί τον 24ωρο κύκλο της μέρας και της νύχτας, ο ρυθμός των ορμονών(π. χ. ο 28ήμερος κύκλος της γυναίκας), ο ρυθμός ανανέωσης των κυττάρων.
Για την ιατρική, ιδιαίτερα την «δυτική» οι ρυθμοί αυτοί ήταν –τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα- ένα φαινόμενο χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Τα τελευταία χρόνια όμως, πολλοί επιστήμονες από την Ιαπωνία, την Αυστραλία, την Καλιφόρνια ως τη Γερμανία και την Αυστρία άρχισαν να μελετούν περισσότερο τους ρυθμούς αυτούς. Διαπίστωσαν λοιπόν, ότι όλοι αυτοί οι ρυθμοί του σώματος μας δεν είναι ανεξάρτητοι και άσχετοι ο ένας απ’ τον άλλο αλλά εναρμονίζονται μεταξύ τους όπως οι μουσικοί μιας ορχήστρας. Όσο πιο υγιής είναι ένας οργανισμός, τόσο πιο αρμονικό το αποτέλεσμα, όπως στη μουσική, όπου ήχοι διαφορετικών συχνοτήτων μπορούν να αποτελέσουν όλοι μαζί μια αρμονία.
Φάνηκε λοιπόν σε πολλές έρευνες, ότι υγεία δεν σημαίνει μόνο να λειτουργούν καλά μεμονωμένα ζωτικά όργανα αλλά και να βρίσκονται σε αρμονική σχέση με όλα τα υπόλοιπα ώστε να μην διαταράσσεται ο ρυθμός τους.
Δεν χρειάζεται όμως να προχωρήσουμε τόσο πολύ. Τις πρώτες ενδείξεις, ότι μέσα στο σώμα μας επικρατεί δυσαρμονία μας τις δίνουν τα συναισθήματα μας. Κακή διάθεση, ατονία, αδυναμία να συγκεντρωθούμε, νευρικότητα, ανησυχία, αυπνίες, όλα αυτά που μπορούμε με μια λέξη να τα ονομάσουμε «στρες», μπορεί να είναι η προειδοποίηση ότι έχουμε ξεπεράσει το όριο μέχρι το οποίο το σώμα μας μπορεί να επανέλθει από μόνο του στον κανονικό του ρυθμό.
Φαίνεται όμως πως οι ρυθμοί που επικρατούν έξω από μας, στην καθημερινή μας ζωή έχουν τέτοια ένταση και μας επιβάλλονται με τόση πίεση που μπορούν να μας παρασύρουν τόσο ώστε να παραβιάζουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε τον φυσιολογικό και απαραίτητο για την σωματική και ψυχική μας υγεία ρυθμό του οργανισμού μας. Όταν η δουλειά περιμένει και στιβάζεται, όταν οι ημερομηνίες πιέζουν, όταν οι δυνατότητες για στιγμές αποφόρτισης είναι λιγοστές ή χρησιμοποιούνται σε δραστηριότητες που δεν μας “χαμηλώνουν την ένταση”, τότε μέσα μας η αρμονία των πολλών διαφορετικών ρυθμών μετατρέπεται σε χάος.
Λιγότερο εύκολο να μετρηθούν αλλά αρκετά ευδιάκριτοι για τον καθένα από μας σε σχέση με τον εαυτό του ή τους πολύ κοντινούς του ανθρώπους είναι και οι ρυθμοί των συναισθημάτων μας. Κανείς δεν βρίσκεται σε μία μόνιμη, σταθερή ψυχολογική κατάσταση κατά τη διάρκεια της μέρας, του εικοσιτετραώρου, της εβδομάδας, του χρόνου. Υπάρχουν άνθρωποι που ξυπνάνε το πρωί με πολύ κακή διάθεση χωρίς να μπορούν κι οι ίδιοι να πουν γιατί και όσο προχωράει η μέρα αισθάνονται περισσότερη ενεργητικότητα, ευχαρίστηση, αισιοδοξία.Άλλοι πάλι σηκώνονται με καλή διάθεση και γεμάτοι ενέργεια και «πέφτουν» όσο προχωράει η μέρα, χωρίς να έχει συμβεί κάτι που να δικαιολογεί αυτή την αλλαγή.
Αντίστοιχες κυκλικές μεταβολές συναισθηματικών καταστάσεων έχουμε και παράλληλα με τον ρυθμό της εβδομάδας, του μήνα (οι γυναίκες κυρίως, σε συνδυασμό με τον κύκλο της περιόδου) ή του έτους. Κι ενώ μπορεί να το θεωρούμε αυτονόητο ότι π. χ. για όλους τους ανθρώπους η αρχή της εβδομάδας και ειδικά η Δευτέρα είναι η πιο δύσκολη, που συνοδεύεται από δυσάρεστα συναισθήματα, ατονία, κακή διάθεση, εκνευρισμό, μελαγχολία, τελικά αυτό δεν ισχύει έτσι για όλους. Ο καθένας έχει ακόμη κι εδώ τον δικό του προσωπικό ρυθμό. Υπάρχουν άνθρωποι που ξεκινούν την εβδομάδα τους με καλή διάθεση η οποία όμως υποχωρεί όσο πλησιάζει το Σαββατοκύριακο.
Αυτονόητο δεν είναι επίσης ότι το φθινόπωρο και ο χειμώνας είναι για όλους οι θλιβερές, μελαγχολικές εποχές και η άνοιξη και το καλοκαίρι οι χαρούμενες και γι’ αυτό οι αγαπημένες. Υπάρχουν άνθρωποι που αισθάνονται την ηρεμία και την καλή τους διάθεση να ξανάρχεται με τις πρώτες βροχές του Οκτωβρίου και αρχίζουν να νιώθουν ανήσυχοι και μελαγχολικοί εν όψει της άνοιξης ή του καλοκαιριού.
Σε τι μπορεί να οφείλονται τέτοιες διαφορές; Σίγουρα αυτό δεν μπορεί κανείς να το πει με την ίδια ακρίβεια και βεβαιότητα όπως στην περίπτωση των καθαρά σωματικών, οργανικών ρυθμών. Το πιθανότερο όμως είναι ότι αυτές οι κυκλικές συναισθηματικές μεταβολές προκύπτουν από τον συνδυασμό σωματικών ρυθμών –οργανικών ή ορμονικών- με ρυθμούς συμπεριφορών και συναισθημάτων που έχουν καταγραφεί μέσα μας από μακροχρόνια επαναλαμβανόμενα βιώματα.
Αν για παράδειγμα ένα παιδί έπρεπε επί χρόνια να πηγαίνει ένα μήνα το καλοκαίρι σε μια κατασκήνωση που δεν περνούσε καλά (και δεν τολμούσε να το πει) επειδή οι γονείς του δούλευαν, μπορεί ο ερχομός του καλοκαιριού να έχει καταγραφεί μέσα του με αρνητικό τρόπο και να συνεχίζει, χρόνια μετά, στην ενήλικη ζωή του να του προκαλεί ανησυχία και θλίψη χωρίς μάλιστα να καταλαβαίνει το γιατί. Τα συναισθήματα έχουν πολλές φορές ένα τρόπο να αποτυπώνονται μέσα μας, να «μαθαίνονται» και να επανέρχονται αυτόματα, κάπως όπως μαθαίνουμε να γράφουμε ή να οδηγάμε αυτοκίνητο και η μία κίνηση μηχανικά ακολουθεί μία άλλη.
Έτσι μπορεί και ο τρόπος με τον οποίο εναλλάσσονται τα συναισθήματα μας να έχει να κάνει με τους συναισθηματικούς ρυθμούς που επικρατούσαν στην οικογένεια μας και είχαν άμεση επίδραση επάνω μας.
Η ιδιαιτερότητα των ρυθμών αυτών σε σχέση με τους σωματικούς είναι ότι αυτοί, αντίθετα με τους δεύτερους μας είναι διαρκώς αισθητοί. Ενώχρειάζεται να συγχιστούμε πολύ για να ακούσουμε τον ρυθμό της καρδιάς ή να πιεστούμε αρκετά για να μην μπορούμε να κοιμηθούμε τη νύχτα, τα συναισθήματα μας μπορούν να μας απασχολούν συνεχώς. Το κακό είναι ότι εύκολα ξεχνάμε ότι πρόκειται για κυκλικούς ρυθμούς. Κι ενώ το έχουμε ζήσει τόσες και τόσες φορές ότι η ατονία, η μελαγχολία, η θλίψη περνάει μετά από ένα συγκεκριμένο διάστημα, μέσα στη μέρα, τη βδομάδα, το μήνα ή το χρόνο, κάνουμε κάθε φορά σαν να είναι η πρώτη φορά κι αναρωτιόμαστε γεμάτοι ανησυχία: «θα μου περάσει ποτέ;» ή ακόμα χειρότερα βγάζουμε διάγνωση: «έχω κατάθλιψη!».
Κι αν αυτή η «αποφθεγματικού τύπου» διάγνωση βοηθούσε να βρούμε μια λύση, τότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Το κακό όμως είναι ότι αντί να μας βοηθήσει, μας βυθίζει ακόμη χειρότερα στην «κακή φάση» του κύκλου και μας κάνει να τη βιώνουμε πολύ πιο οδυνηρά.
Αλλά πώς να το αποφύγουμε αυτό, όταν χαρακτηριστικό της «πεσμένης» περιόδου είναι ακριβώς η μαυρίλα και η απαισιοδοξία;
Ίσως αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθούμε να κάνουμε λίγο πιο συνειδητά αυτά που αισθανόμαστε. Οι κυκλικές μεταβολές των συναισθημάτων μας μπορούν να μας προσφέρουν μια πολύτιμη υπηρεσία: να μας φέρουν λίγο πιο κοντά σε ό,τι συμβαίνει μέσα μας.
Αν η συναισθηματική μας κατάσταση ήταν διαρκώς σταθερή δεν θα είχαμε ίσως την ευκαιρία να κάνουμε μια ανακεφαλαίωση των όσων συμβαίνουν κάθε μέρα στη ζωή μας και μας επηρεάζουν αλλά μέσα στον έντονο ρυθμό της καθημερινότητας μπαίνουν γρήγορα στην άκρη. Εκείνη την ώρα όμως το απόγευμα που νιώθουμε μελαγχολικοί και πεσμένοι ή το Σάββατο που θέλουμε να τραβήξουμε τα σκεπάσματα πάνω απ’ το κεφάλι και να εξαφανιστούμε μπορούμε, αντί να καθαρίσουμε το αυτοκίνητο ή το σπίτι να κάνουμε ένα μικρό εσωτερικό συγύρισμα. «Τι έγινε, πώς είναι τα πράγματα, τι πήγε καλά, τι στραβά, τι με πείραξε, τι ευχαριστήθηκα, τι με περιμένει, τι περιμένω;».
Συγυρίζοντας το σπίτι βρίσκουμε κρυμμένη βρωμιά, πράγματα που ψάχναμε, ξαναβλέπουμε το σπασμένο πόμολο του ντουλαπιού και σημειώνουμε να πάρουμε καινούργιο και ξαναθαυμάζουμε τη θέα απ’ το παράθυρο της κουζίνας επειδή ελευθερώθηκε απ’ τη στίβα των εφημερίδων που ήταν ακουμπισμένη εδώ και δυο μήνες ακριβώς εκεί. Με τον ίδιο τρόπο όταν κάνουμε εσωτερικό συγύρισμα μπορούμε να βρούμε σκουπίδια, σκόνες, αβαρίες αλλά και άνετες γωνιές και πολύ ωραία παράθυρα με θέα! Ακόμα κι αν δεν είμαστε σε διάθεση ρέμβης ώστε να μπορούμε τη στιγμή εκείνη να απολαύσουμε τη θέα, πάντως ένα τέτοιο συγύρισμα μας βοηθάει να ξεκαθαρίσουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματα μας και να νιώσουμε περισσότερο ικανοί να αντιμετωπίσουμε τη μαυρίλα… μέχρι να κάνει τον κύκλο της!
Σίγουρα δεν υπάρχει εργαζόμενος άνθρωπος που να μην γνωρίζει ανάλογες καταστάσεις. Ας παρατηρήσουμε για παράδειγμα την δραστηριότητα μας κατά τη διάρκεια της δουλειάς. Ξέρουμε, ο καθένας για τον εαυτό του, ότι έχουμε ένα αρκετά συγκεκριμένο διάστημα κατά το οποίο μπορούμε να δουλέψουμε πολύ συγκεντρωμένα και αποτελεσματικά και ότι μετά από αυτό ακολουθεί μια φάση κατά την οποία αισθανόμαστε πιο “θολωμένοι”, δυσκολευόμαστε περισσότερο να συγκεντρωθούμε σ’ αυτό που κάνουμε και το μυαλό μας “φεύγει”. Οι επιστήμονες το ονομάζουν αυτό “βασικό κύκλο χαλάρωσης/ δραστηριότητας” (BasicRest/Activity Cycle, BRAC).
Ένας τέτοιος κύκλος, σύμφωνα πάντα με τους ειδικούς, διαρκεί 90 λεπτά από τα οποία τα 70 ο οργανισμός παραμένει δραστηριοποιημένος. Στη φάση αυτή μας είναι εύκολο να εστιάσουμε την προσοχή μας σ’ αυτό που κάνουμε, και να παραμείνουμε συγκεντρωμένοι. Στα υπόλοιπα 20 όμως, μπαίνουμε σε μια πιο παθητική κατάσταση, όπου η δεξιά, λιγότερο ορθολογιστική και περισσότερο “παιχνιδιάρα” πλευρά του εγκεφάλου μας παίρνει το πάνω χέρι και προσπαθεί να επαναφέρει την ισορροπία και να ξαναγεμίσει τις μπαταρίες ώστε να μπορούμε να συνεχίσουμε με την ίδια ένταση όπως πριν. Πόσες φορές δεν αισθανόμαστε ότι έχουμε “κολλήσει” σ’ αυτό που κάνουμε, μας κουράζει, δεν μας έρχονται ιδέες, κι όταν το αφήσουμε για λίγο κι ασχοληθούμε με κάτι άλλο το ξαναβλέπουμε ξαφνικά με άλλα μάτια; Όπως ένα κομπιούτερ χρειάζεται κάθε τόσο “επανεκκίνηση” για να ρυθμιστεί, έτσι και ο οργανισμός μας έχει ανάγκη από φάσεις αποφόρτισης για να διατηρεί την συνοχή των λειτουργιών του.
Συνήθως, αυτό το κάθε τόσο επανερχόμενο “θόλωμα” το ξεγελάμε μ’ ένα φλιτζάνι καφέ, το οποίο βέβαια δεν το πίνουμε παρέα μ’ ένα συνάδελφο ψιλοκουβεντιάζοντας αλλά σκυμμένοι πάνω απ’ τη δουλειά και προσπαθώντας να στύψουμε το μυαλό μας για να συνεχίσει. Και όσο πιο πιεσμένοι είμαστε, τόσο περισσότερο “πριονίζουμε” τις φάσεις χαλάρωσης για να βγει η δουλειά, φτάνοντας στο σημείο να θυσιάζουμε τις ώρες φαγητού και ύπνου, τα Σαββατοκύριακα, τις διακοπές. Μ’ αυτό τον τρόπο όμως καταφέρνουμε το εντελώς αντίθετο.Ενώ δηλαδή πείθουμε τον εαυτό μας και τους άλλους ότι είμαστε ικανοί να “βγάλουμε δουλειά”, στην πραγματικότητα εμποδίζουμε τον οργανισμό μας να διατηρεί αυτή την ικανότητα. Αν θέλουμε να διατηρήσουμε την δημιουργικότητα, την ενεργητικότητα αλλά κυρίως την υγεία και την καλή ψυχική μας κατάσταση πρέπει να φροντίζουμε ώστε να υπάρχει στην διάρκεια κάθε μας ημέρας, ισορροπία ανάμεσα στην κατάσταση της διέγερσης κι αυτήτης χαλάρωσης.
Αν η ισορροπία αυτή διαταραχτεί, τότε αρχίζουμε όλο και πιο συχνά να αισθανόμαστε μια ένταση που δεν φεύγει ούτε όταν η δουλειά έχει πια παραδοθεί, η συμφωνία κλείσει, η συνεδρίαση τελειώσει, η εβδομάδα τελειώσει, τα παιδιά κοιμηθεί, το φως της κρεβατοκάμαρας μας σβήσει. Και παρόλο που είμαστε ψόφιοι απ’ την κούραση και δεν μπορούμε να σταθούμε όρθιοι, ταυτόχρονα κάτι μέσα μας γυρίζει ακόμη σε τρελούς ρυθμούς και δεν μπορούμε να βρούμε ησυχία.
Κι ενώ πολλές φορές δεν υπάρχουν συμπτώματα τέτοια που να μπορεί αυτή η κατάσταση να χαρακτηριστεί ως ασθένεια, από την άλλη μεριά ένας άνθρωπος σ’ αυτή την κατάσταση ούτε ο ίδιος αισθάνεται αλλά ούτε μπορούμε να πούμε ότι είναι υγιής. Αισθάνεται κόπωση και υπερδιέγερση μαζί και είναι ιδιαίτερα ευπαθής τόσο σωματικά όσο και ψυχικά.
Πώς μπορεί όμως κανείς να διατηρήσει τους δικούς του ρυθμούς, όταν τριγύρω επικρατεί… χάος;
Οι ειδικοί της –όπως ονομάζεται- χρονοιατρικής και της εργασιακής ψυχολογίας προτείνουν:
Τι να ΜΗΝ κάνετε:
– στρες διαρκείας χωρίς τις απαραίτητες παύσεις (π. χ. μαραθώνιοι δουλειάς, οδήγησης, πολύωρες συνεδριάσεις)
– “ξεγέλασμα” της κούρασης με όλο και πιο δυνατό καφέ
– πολύωρη έκθεση σε έντονα αλλά μονότονα ερεθίσματα (τηλεόραση, κομπιούτερ, έντονη μουσική, π. χ. τέκνο)
– -ελάττωση του ύπνου χωρίς να τον αναπληρώνουμε μέσα στη μέρα
– -άτακτος ρυθμός ζωής χωρίς συγκεκριμένες ώρες φαγητού, ύπνου, χαλάρωσης (άνθρωποι που δουλεύουν σε νυχτερινές βάρδιες πρέπει να δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη διατήρηση κάποιων έστω ρυθμών)
Τι να κάνετε:
– σταθερές ώρες ύπνου (τη νύχτα!) και φαγητού (τη μέρα!)
– Διαλείμματα την κατάλληλη στιγμή! ( σε 90 λεπτά δουλειάς, τα 15 θα πρέπει να αφιερώνονται, χωρίς τύψεις, στην χαλάρωση, χάζεμα έξω απ’ το παράθυρο, ευχάριστη κουβέντα, βόλτα, γιατί όχι έναν υπνάκο!)
– Σεβασμός στον προσωπικό σας ρυθμό (πρωινός ή βραδυνός τύπος) με βάση τα παραπάνω
– πραγματικός ελέυθερος χρόνος (σαββατοκύριακα, διακοπές) χωρίς στρες ψυχαγωγίας
– μια δραστηριότητα ή ένα άθλημα που να σας ευχαριστεί πραγματικά (χωρίς οθόνη!)
Τι γίνεται όμως αν οι συνθήκες, π. χ. στη δουλειά, είναι τέτοιες που δεν επιτρέπουν τακτικές παύσεις για χαλάρωση; Πώς να κάνει το διάλειμμα της μια νοσηλεύτρια σε κλινική όταν έχει να φροντίσει πέντε έκτακτα περιστατικά ταυτόχρονα; Τέτοιες καταστάσεις απαιτούν διαφορετικόύς τρόπους αποφόρτισης. Ένας τρόπος είναι η υιοθέτηση μιας πιο συνειδητής προσωπικής στάσης απέναντι στα πράγματα που συμβαίνουν. Η συνηθισμένη μας αντίδραση απέναντι σε πιεστικές καταστάσεις είναι να προσπαθούμε να κάνουμε πολλά πράγματα πολύ γρήγορα χωρίς να εμβαθύνουμε σε κανένα, γιατί πιστεύουμε ότι έτσι κερδίζουμε χρόνο.
Αντίθετα! μας λένε οι “χρονοεπιστήμονες”. Όσο πιο παρόντες είμαστε σε κάθετι που κάνουμε, μία χειραψία, μία συνομιλία μ’ έναν πελάτη, μία ματιά, όσο λιγότερο στα πεταχτά και ρουτινιάρικα κάνουμε ό,τι κάνουμε, τόσο περισσότερο αποκτάμε την ικανότητα να φτιάχνουμε έναν “δικό μας χώρο μέσα στο χρόνο”. Ο “χώρος” αυτός που καθορίζεται από τον δικό μας ρυθμό, μπορεί να μας προστατεύει από την καταστροφική πίεση των χρονικών ορίων που επιβάλλουν οι καταστάσεις.
!! Έναν ορισμό του “κακού” στρες, όπως προκύπτει από τον συσχετισμό του με τον φυσιολογικό ρυθμό του οργανισμού μας, δίνει χαρακτηριστικά ο W. Kallus, Διευθυντής του Τμήματος Ψυχολογίας της Οργανωτικής, Εργασιακής και Περιβαλλοντικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς της Αυστρίας: «Αν οι υποχρεώσεις είναι μία πρόκληση που μας ευχαριστεί να αντιμετωπίζουμε ή αντίθετα μία επιζήμια επιβάρυνση που μας διαλύει, δεν φαίνεται τόσο κατά την φάση που είμαστε ενεργά απασχολημένοι με αυτές αλλά στο κατά πόσο ο οργανισμός μας διατηρεί την ικανότητα να αναπαύεται και να ανακτά τις δυνάμεις του ή, όπως λέμε, δεν μπορεί πια να «αποφορτιστεί». Στην πρώτη περίπτωση ο οργανισμός μπορεί να συνέλθει μετά το στρες, επιστρέφοντας κατά την διάρκεια της νύχτας στους κανονικούς του ρυθμούς. Στη δεύτερη περίπτωση, η σωματική και ψυχική υπερκόπωση είναι προγραμματισμένη.»