Μειώσεις στην παιδική θνησιμότητα καθώς και στα ποσοστά καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών για τις γυναίκες που θηλάζουν, διαπιστώνεται μέσα από μια σειρά μελετών που δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό έντυπο The Lancet. ΗUNICEF σε ανακοίνωσή της σχολιάζει ότι «η βελτίωση των πρακτικών μητρικού θηλασμού θα μπορούσε να σώσει τις ζωές πάνω από 820.000 παιδιών το χρόνο, τα 9 στα 10 από αυτά, βρέφη κάτω των 6 μηνών».
Επιπλέον, σύμφωνα με την ανθρωπιστική οργάνωση, η αύξηση του μητρικού θηλασμού μπορεί να αποτρέψει το ήμισυ σχεδόν των περιστατικών διάρροιας και το ένα τρίτο των λοιμώξεων του αναπνευστικού – τις δύο κύριες αιτίες θανάτου παιδιών κάτω των 5 ετών.
Οι μελέτες δείχνουν επίσης ότι, για κάθε χρόνο που μια μητέρα θηλάζει, ο κίνδυνος της ανάπτυξης διηθητικού καρκίνου του μαστού μειώνεται κατά 6%. Τα τρέχοντα ποσοστά θηλασμού ήδη προλαμβάνουν σχεδόν 20.000 θανάτους από καρκίνο του μαστού κάθε χρόνο, αριθμός που θα μπορούσε να διπλασιαστεί με βελτιωμένες πρακτικές του μητρικού θηλασμού. Η μεγαλύτερη διάρκεια μητρικού θηλασμού συνδέεται επίσης με τη μείωση του καρκίνου των ωοθηκών.
Μάλιστα, τα οφέλη του μητρικού θηλασμού αφορούν τις γυναίκες και τα παιδιά τόσο στις χώρες χαμηλού και μεσαίου, όσο και σε αυτές υψηλού εισοδήματος. Ο μητρικός θηλασμός μειώνει την παιδική θνησιμότητα στις χώρες υψηλού εισοδήματος, συνδέεται με 36% μείωση σε αιφνίδιους θανάτους βρεφών και σχεδόν 60% μείωση στην πιο κοινή εντερική ασθένεια μεταξύ των πρόωρων βρεφών. Ένα παιδί που θηλάζει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα διατρέχει μειωμένο κίνδυνο να γίνει υπέρβαρο ή παχύσαρκο αργότερα στη ζωή του.
«Επενδύοντας στο μητρικό θηλασμό έχει σημαντικές επιπτώσεις στηνυγεία των γυναικών και των παιδιών και στις οικονομίες, τόσο των πλούσιων, όσο και των φτωχών χωρών. Η σειρά αυτή των μελεών παρέχει σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία υπέρ του επιχειρήματος ότι ο μητρικός θηλασμός αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για την επιβίωση, την υγεία, την ανατροφή και την ανάπτυξη των παιδιών και συμβάλλει στην ευημερία και ένα πιο βιώσιμο μέλλον», σχολιάζει ο επικεφαλής του Τομέα Διατροφής της UNICEF Βερνερ Σουλτινκ.
Οι μελέτες διαπιστώνουν επίσης ότι οι γνωστικές βλάβες που σχετίζονται με την έλλειψη μητρικού θηλασμού, έχουν επιπτώσεις στο εισόδημα, ύψους έως 302 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ετησίως. Χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος χάνουν πάνω από 70 δισ. δολάρια ετησίως, ενώ οι χώρες υψηλού εισοδήματος χάνουν πάνω από 230δισ. δολάρια ετησίως λόγω των χαμηλών ποσοστών μητρικού θηλασμού.
Η UNICEF υποστηρίζει ότι τα πολλαπλά πλεονεκτήματα από την άποψη της υγείας για τις μητέρες και τα παιδιά, καθώς και τα πιθανά οικονομικά οφέλη, θα πρέπει να ωθούν τις κυβερνήσεις να θεσπίσουν πολιτικές και προγράμματα για την προστασία, προώθηση και υποστήριξη του μητρικού θηλασμού.
Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις εργαζόμενες μητέρες. Αν και η έγκαιρη επιστροφή στην εργασία τείνει να μειώσει τις πιθανότητες ότι μια μητέρα θα θηλάσει, σε περίπου 60% των χωρών, η άδεια μητρότητας δεν φτάνει το συνιστώμενο από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO) ελάχιστο των 14 εβδομάδων άδειας μετ’ αποδοχών. Όταν τελικά οι θηλάζουσες μητέρες επιστρέψουν στην εργασία τους, οι χώροι απασχόλησης έχουν έλλειψη εγκαταστάσεων για να θηλάσουν ή να βγάλουν το γάλα.
Σύμφωνα με τον Βερνερ Σουλτινκ «η βελτίωση των ποσοστών μητρικού θηλασμού αποτελεί θεμελιώδη παράγοντα για την επίτευξη πολλών από τους Στόχους για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, ιδίως εκείνους που σχετίζονται με την υγεία, την επιβίωση και εκπαίδευση των παιδιών. Ο μητρικός θηλασμός είναι ο πιο φυσικός, οικονομικά αποδοτικός, φιλικός προς το περιβάλλον και άμεσα διαθέσιμος τρόπος που γνωρίζουμε, για να προσφέρουμε σε όλα τα παιδιά, πλούσια ή φτωχά, το πλέον υγιεινό ξεκίνημα στη ζωή. Είναι μια περίπτωση win-win για όλους τους ενδιαφερομένους ώστε να το θέσουν ως προτεραιότητα».