Αν και προς το παρόν παραμένει ασαφές ποια συστατικά του τσαγιού ευθύνονται για την επίδραση αυτή, παλαιότερες μελέτες είχαν αναδείξει τον ρόλο των φλαβονοειδών, τα οποία δεν επηρεάζονται από τη προσθήκη γάλακτος στο ρόφημα.
Τα φλαβονοειδή είναι ήδη γνωστό ότι συντελούν στον έλεγχο της φλεγμονής στον οργανισμό, προάγουν την αγγειακή λειτουργία και περιορίζουν τις θρομβώσεις.
Οι βρετανοί ερευνητές με επικεφαλής τον Δρ Έντουαρντ Όκελλο κατέληξαν στα παραπάνω συμπεράσματα καθώς μελετούσαν την επίδραση του τσαγιού σε διάφορες νευρολογικές λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού.
Ζήτησαν από οκτώ εθελοντές να πιουν ένα φλιτζάνι τσάι, πράσινο ή μαύρο, και στη συνέχεια μέτρησαν την εγκεφαλική τους δραστηριότητα.
Οι επιστήμονες μέσω ειδικών ηλεκτροδίων που είχαν προσκολλήσει στα κρανία των εθελοντών εντόπισαν τρεις τύπους εγκεφαλικών κυμάτων (α, β και θ) που είχαν αυξηθεί εκτός μιας ώρας από την κατανάλωση του τσαγιού. Μάλιστα η αύξηση των ηλεκτροκυμάτων θ αυξανόταν σημαντικά μεταξύ 30 λεπτών και μιας ώρας από την κατάποση του ροφήματος.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι, τόσο το μαύρο, όσο και το πράσινο τσάι προήγαγαν την εγκεφαλική δραστηριότητα, η οποία σχετίστηκε με βελτιωμένη γνωστική λειτουργικότητα.
Αυτό αποδίδεται στο γεγονός ότι, το τσάι προκαλούσε αύξηση των εγκεφαλικών κυμάτων τύπου α και β, τα οποία σχετίζονται με την εγρήγορση, τη μνήμη και τη λογική σκέψη.
«Το τσάι έχει σχετιστεί με πολλά πνευματικά οφέλη, όπως η ενίσχυση της προσοχής, η χαλάρωση και η διαύγεια της σκέψης. Η μελέτη μας έρχεται να ενισχύσει περαιτέρω τα οφέλη του τσαγιού στην υγεία μας», σχολιάζει ο Δρ Οκελλο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η κατανάλωση τριών φλιτζανιών τσαγιού την ημέρα μειώνει τον κίνδυνο εμφράγματος, προλαμβάνει τον διαβήτη τύπου ΙΙ και επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου, εφόσον εκδηλωθεί.
Τέλος, τα αντιοξειδωτικά που περιέχει το τσάι έχει παρατηρηθεί ότι αναστέλλουν τις επιδράσεις της γήρανσης, ενώ η τακτική κατανάλωση μαύρου τσαγιού μειώνει τα επίπεδα του στρες. Το λευκό τσάι μπορεί να συμβάλλει στην πρόληψη της παχυσαρκίας, αφού αναστέλλει την ανάπτυξη των νέων λιποκυττάρων.