Μέχρι σήμερα η αντιμετώπισή της βασίζεται στην χρήση κουνουπιέρας σε συνδυασμό με χορήγηση φαρμάκων, με κύριο συστατικό την αρτεμισίνη, αλλά ένα αποτελεσματικό εμβόλιο που θα μείωνε τους θανάτους δεν είχε ανακαλυφθεί. Η βρετανική φαρμακευτική εταιρεία GlaxoSmithKline, που θεωρείται κολοσσός στο είδος της, παρασκεύασε το εμβόλιο κατά της ελονοσίας με χρηματοδότηση από το «Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς».
Οι πρώτες δοκιμές του εμβολίου άρχισαν το 2009 σε δείγμα 15.459 παιδιών, σε επτά χώρες της υποσαχάριας Αφρικής: Μπουρκίνα Φάσο, Γκάνα, Κένυα, Μαλάουϊ, Μοζαμβίκη, Τανζανία και Γκαμπόν. Το εμβόλιο χορηγήθηκε σε παιδιά δύο κατηγοριών, νεογέννητα και βρέφη σε τρεις μηνιαίες δόσεις. Τα νεογέννητα μωρά ήταν ηλικίας από έξι έως δώδεκα εβδομάδων και τα βρέφη ηλικίας από πέντε μέχρι εφτά μηνών.
Η αποτελεσματικότητα του εμβολίου είχε διαφορετικό αποτέλεσμα για τις δύο ομάδες. Λειτούργησε θετικά σε ποσοστό 26% στα νεογέννητα παιδιά και σε ποσοστό 32% στα βρέφη, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις χορηγήθηκε μια επιπλέον δόση μετά από 18 μήνες.
Η GlaxoSmithKline έχει ήδη ζητήσει την χορήγηση άδειας για να κυκλοφορήσει το εμβόλιο από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (European Medicine Agency) και, αν η άδεια εγκριθεί, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) έχει δηλώσει ότι το εμβόλιο θα είναι έτοιμο να κυκλοφορήσει, για επίσημη πλέον χρήση, σε χώρες της Αφρικής μέχρι τον Οκτώβριο.
Ο Brian Greenwood, καθηγητής κλινικής τροπικής ιατρικής στην ιατρική σχολή Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου δήλωσε ότι από το εμβόλιο θα προκύψει «σαφές όφελος», ενώ επιστήμονες από το τμήμα εμβολιασμού του ΠΟΥ τόνισαν ότι η χρήση του εμβολίου θα περιορίσει την παιδική θνησιμότητα από ελονοσία, αλλά δεν θα πρέπει να διακοπεί η χρήση κουνουπιέρας και φαρμακευτικής αγωγής παράλληλα με το εμβόλιο.