Μεγάλη είναι η πιθανότητα επανεγκατάστασης της ελονοσίας σε 12 δήμους της χώρας. Αυξημένος είναι ο κίνδυνος εκεί όπου υπάρχουν τα κατάλληλα κουνούπια και ασθενείς που προέρχονται από ενδημικές για την ελονοσία χώρες, σύμφωνα με τους επιστήμονες του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ).
Ωστόσο, εμφανίζονται καθησυχαστικοί για τα εγχώρια σποραδικά κρούσματα που καταγράφονται καθώς, όπως εξηγούν: «Η εμφάνιση τέτοιων σποραδικών κρουσμάτων έχει παρατηρηθεί και στο παρελθόν και ως ένα βαθμό είναι αναμενόμενη, όπου συνδυάζεται η παρουσία των ικανών διαβιβαστών-κουνουπιών με αυξημένους πληθυσμούς ατόμων από ενδημικές χώρες».
Στην Ελλάδα η νόσος εκριζώθηκε το 1974, μετά από εντατικό και επίπονο πρόγραμμα καταπολέμησης (1946–1960). Έκτοτε, καταγράφονται στην Ελλάδα ετησίως περίπου 20-50 περιστατικά που σχετίζονται -στη μεγάλη τους πλειονότητα- με ταξίδι ή παραμονή σε ενδημική για την ελονοσία χώρα (εισαγόμενα περιστατικά).
Ωστόσο, από το 2009 έως το 2013 καταγράφονταν ετησίως κρούσματα ελονοσίας με ενδείξεις εγχώριας μετάδοσης σε διάφορες περιοχές της χώρας: επτά κρούσματα το 2009, τέσσερα το 2010, 42 κρούσματα το 2011, 20 το 2012 και τρία το 2013. Το 2014 δεν καταγράφηκε εγχώρια μετάδοση της νόσου σε καμία περιοχή της χώρας. Το 2015 καταγράφηκαν ξανά 6 εγχώρια κρούσματα ελονοσίας σε νέες και παλαιές περιοχές μετάδοσης.
Το 2016, έως 11 Αυγούστου, καταγράφηκαν συνολικά 65 κρούσματα, εκ των οποίων τα 61 έχουν χαρακτηρισθεί εισαγόμενα και τα 4 έχουν ενδείξεις εγχώριας μετάδοσης. Τα εγχώρια κρούσματα καταγράφηκαν σε νέες περιοχές μετάδοσης, (Αχαϊα, Ηλεία, Θεσσαλονίκη), οι οποίες σύμφωνα με το ΚΕΕΛΠΝΟ, έχουν όλα τα χαρακτηριστικά των ευάλωτων περιοχών, δηλαδή, είναι αυξημένου κινδύνου για την μετάδοση της ελονοσίας.
Οδηγίες προς ταξιδιώτες στην Ελλάδα
Το ΚΕΕΛΠΝΟ, βάσει της επιδημιολογικής εικόνας του νοσήματος και των εφαρμοζόμενων μέτρων πρόληψης, θεωρεί ότι ο κίνδυνος μετάδοσης της ελονοσίας σε ταξιδιώτες στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά χαμηλός.
Για τον λόγο αυτό δεν συνιστά λήψη προληπτικής φαρμακευτικής αγωγής έναντι της ελονοσίας, σε άτομα που σκοπεύουν να επισκεφθούν οποιαδήποτε περιοχή της χώρας στην οποία έχει εμφανισθεί κρούσμα με ενδείξεις εγχώριας μετάδοσης της νόσου. Τονίζει, όμως, την ανάγκη λήψης όλων των προτεινόμενων μέτρων για την ατομική προστασία από τα κουνούπια, κατά την περίοδο κυκλοφορίας τους.
Μέτρα πρόληψης για την ασφάλεια του αίματος έναντι του πλασμώδιου της Ελονοσίας
Το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας (Ε.ΚΕ.Α.) λαμβάνοντας υπόψη την οδηγία 2004/33/ΕΚ, το Π.Δ. 138/2005 σχετικά με ορισμένες τεχνικές απαιτήσεις για το αίμα και τα συστατικά του αίματος, το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν είναι ενδημική για την ελονοσία χώρα, τις σχετικές συστάσεις των εμπειρογνωμόνων ECDC/WHO Ευρώπης πάνω στα θέματα ασφάλειας του αίματος από την ελονοσία καθώς και την απόφαση της «Ομάδας Εργασίας για τον καθορισμό των επηρεαζόμενων περιοχών από τα νοσήματα που μεταδίδονται με διαβιβαστές» βάση της οποίας καθορίζονται οι επηρεαζόμενες από την ελονοσία περιοχές εφαρμόζει τα παρακάτω μέτρα ασφάλειας του αίματος και αιμοεπαγρύπνησης έναντι του πλασμώδιου της ελονοσίας.
Α. Μέτρα που αφορούν στις επηρεαζόμενες περιοχές:
-Αποκλεισμός από την αιμοδοσία ατόμων που κατοικούν & εργάζονται στις ανωτέρω περιοχές.
-Εγρήγορση των κλιμακίων αιμοληψίας των Υπηρεσιών Αιμοδοσίας για τη λήψη ατομικού και οικογενειακού ιστορικού και αυστηρότητα για την τήρηση των Κανονισμών Επιλογής του Αιμοδότη.
-Αναβολή για διάστημα 6 μηνών πληθυσμιακών αιμοληψιών στις επηρεαζόμενες περιοχές
Β. Μέτρα, που αφορούν όλες τις Υπηρεσίες Αιμοδοσίας:
-Εγρήγορση όλων των Υπηρεσιών Αιμοδοσίας για την εφαρμογή των κανονισμών επιλογής του αιμοδότη και παρακολούθηση της ιστοσελίδας του ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.: www.keelpno.gr , για τα επιδημιολογικά και κλινικο-εργαστηριακά δεδομένα κατά τη φετινή περίοδο μετάδοσης της ελονοσίας.
-Αποκλεισμός από την αιμοδοσία επισκεπτών από τις επηρεαζόμενες περιοχές για διάστημα 6 μηνών μετά την επιστροφή τους.
-Η επίσκεψη θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον μία διανυκτέρευση, συμπεριλαμβανόμενης της παραμονής στην επηρεαζόμενη περιοχή από τις πρώτες βραδινές έως τις πρώτες πρωινές ώρες.
-Ο επισκέπτης μπορεί να γίνει αποδεκτός για αιμοδοσία νωρίτερα, εάν τα αποτελέσματα ανοσολογικής (IFΑT, ELISA) και γονιδιακής μοριακής δοκιμασίας (PCR) είναι αρνητικά για ελονοσία.
-Άτομα με ιστορικό ελονοσίας μπορούν να αιμοδοτήσουν 3 έτη μετά τη λήξη της θεραπείας και την απουσία συμπτωμάτων. Μετά από αυτή την περίοδο, γίνονται αποδεκτοί για αιμοδοσία μόνον εφόσον τα αποτελέσματα ανοσολογικής (IFΑT, ELISA) και γονιδιακής μοριακής δοκιμασίας (PCR) είναι αρνητικά για ελονοσία.
Γ. Μέτρα Αιμοεπαγρύπνησης:
-Οδηγίες προς τους αιμοδότες, εάν εμφανίσουν πυρετό αδιάγνωστης αιτιολογίας μετά την αιμοδοσία, να ενημερώσουν την Υπηρεσία, στην οποία αιμοδότησαν ανεξαρτήτως περιοχής.
-Σε περίπτωση μετάδοσης ελονοσίας μετά μετάγγιση αίματος/συμπυκνωμένων ερυθρών εφαρμόζεται αναδρομικός έλεγχος και μελέτη ανιχνευσιμότητας για την αναζήτηση και επανεξέταση των αιμοδοτών που εμπλέκονται στη μετάγγιση των ληπτών.
Τι είναι η Ελονοσία
Η ελονοσία είναι η πιο σοβαρή παρασιτική λοίμωξη και σημαντικό αίτιο θανάτου παγκόσμια. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, 300 – 500 εκατομμύρια άτομα προσβάλλονται κάθε χρόνο, εκ των οποίων τα περισσότερα είναι παιδιά κάτω των 5 ετών, ενώ καταγράφονται πάνω από 1 εκατομμύριο θάνατοι λόγω της ελονοσίας.
Η νόσος ενδημεί σε περισσότερες από 100 χώρες. Οι κλιματολογικές συνθήκες επηρεάζουν τη γεωγραφική και εποχική κατανομή της νόσου. Σε πολλές τροπικές περιοχές η νόσος μεταδίδεται όλο το έτος, ενώ στις εύκρατες περιοχές η μετάδοση σχεδόν διακόπτεται κατά τους ψυχρούς μήνες.
Ο κυριότερος τρόπος μετάδοσης της νόσου είναι το τσίμπημα από κουνούπια που μεταφέρουν το πλασμώδιο στον άνθρωπο. Τα κουνούπια είναι πιο ενεργά κυρίως μεταξύ της δύσης και της ανατολής του ηλίου. Πιο σπάνια, η ελονοσία μπορεί να μεταδοθεί με μετάγγιση μολυσμένου αίματος ή με μολυσμένες σύριγγες και βελόνες. Επίσης, σπανιότερα, η ελονοσία μπορεί να μεταδοθεί από κουνούπια, που μεταφέρονται από ενδημικές περιοχές με αεροπλάνα, και να εμφανιστούν έτσι κρούσματα ελονοσίας χωρίς επίσκεψη σε ενδημική περιοχή. Η μετάδοση από τη μητέρα στο έμβρυο κατά τη διάρκεια της κύησης είναι σπάνια.