Το έντονο στρες μπορεί να είναι παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση ήπιας νοητικής διαταραχής, η οποία συχνά εξελίσσεται σε νόσο Αλτσχάιμερ, προειδοποιούν επιστήμονες από τις ΗΠΑ.
Σε μελέτη που πραγματοποίησαν με σχεδόν 500 εθελοντές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως όσο περισσότερο στρες ένιωθαν, τόσο πιθανότερο ήταν να εμφανίσουν με το πέρασμα του χρόνου διαταραχή των νοητικών λειτουργιών τους.
Έσπευσαν, όμως, να διευκρινίσουν πως η μελέτη τους υποδηλώνει μόνο ότι το στρες ίσως είναι παράγοντας κινδύνου για ήπια νοητική διαταραχή και νόσο Αλτσχάιμερ, και όχι αιτία αυτών των νοσημάτων.
Η ήπια νοητική διαταραχή είναι για τους επιστήμονες η γκρίζα ζώνη ανάμεσα στην αφηρημάδα και στην άνοια. Οι ειδικοί την ορίζουν ως την ύπαρξη προβλημάτων με τη μνήμη τα οποία είναι αρκετά σοβαρά ώστε να τα παρατηρήσει ο πάσχων ή οι δικοί του άνθρωποι, αλλά όχι τόσο σοβαρά ώστε να επηρεάζουν αρνητικά την καθημερινότητά του.
Μελέτες έχουν δείξει πως η ήπια νοητική εξελίσσεται στο 46% των περιπτώσεων σε άνοια μέσα σε λίγα χρόνια από την εμφάνισή της. Επιπλέον, δεν την παρουσιάζουν μόνο ηλικιωμένοι, αλλά ακόμα και 40άρηδες ή 50άρηδες, ενώ η συχνότητά της στις ηλικίες μετά τα 60 υπολογίζεται σε κάτι λιγότερο από 20%.
Τα νέα ευρήματα δημοσιεύονται στο τεύχος της 11ης Δεκεμβρίου της επιθεωρήσεως «Alzheimer Disease and Associated Disorders».
Όπως εξηγούν οι ερευνητές, κατά την έναρξη της μελέτης οι ηλικιωμένοι εθελοντές τους συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια για το στρες που ένιωθαν και υποβλήθηκαν σε μία σειρά από τεστ που σχετιζόταν με την καθημερινή διαβίωση, τη μνήμη και την ικανότητα να σκέπτονται καθαρά.
Κάθε χρόνο στη συνέχεια και επί τρία χρόνια επαναλαμβανόταν ο έλεγχος για να αξιολογηθεί η πορεία των νοητικών δεξιοτήτων τους.
Στο τέλος της τριετίας, όσοι από τους εθελοντές είχαν αναφέρει το περισσότερο στρες, είχαν κατά 30% περισσότερες πιθανότητες να πάσχουν από ήπια νοητική διαταραχή.
Το εύρημα αυτό δεν άλλαξε ακόμα κι όταν συνυπολογίσθηκαν άλλοι παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον κίνδυνο εμφάνισης αυτής της διαταραχής – όπως η κατάθλιψη, η ηλικία, το φύλο, το μορφωτικό επίπεδο και η κληρονομικότητα.
«Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι το στρες έχει βιολογικές συνέπειες στον εγκέφαλο και επηρεάζει τη μελλοντική υγεία του», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Ρίτσαρντ Λίπτον, αναπληρωτής διευθυντής του Τμήματος Νευρολογίας στο Ιατρικό Κέντρο Montefiore και το Κολέγιο Ιατρικής Albert Einstein, στην πόλη της Νέας Υόρκης.
Και συνέχισε: «Αυτά είναι καλά νέα, διότι με τις κατάλληλες παρεμβάσεις μπορεί κανείς να θέσει υπό έλεγχο το στρες που αισθάνεται».
Παραδείγματα τέτοιου είδους παρεμβάσεων είναι η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία, οι τεχνικές χαλάρωσης όπως η γιόγκα, η συστηματική γυμναστική και η πιστή τήρηση ενός ωραρίου ύπνου και ξεκούρασης, πρόσθεσε.