Το μεταθρομβωτικό σύνδρομο μπορεί να αποτελέσει αιτία σοβαρών προβλημάτων κινητικότητας, πόνου και χρόνιων ελκών, τα οποία ελαττώνουν σημαντικά την ποιότητα ζωής πολλών ασθενών, οι οποίοι υπέστησαν θρόμβωση στο παρελθόν.
Πιο συγκεκριμένα, με τον όρο«μεταθρομβωτικό σύνδρομο»περιγράφονται οι συνέπειες της θρόμβωσης στην φλεβική κυκλοφορία, οι οποίες συνήθως γίνονται εμφανείς μήνες ή και χρόνια μετά την αρχική εμφάνιση του θρόμβου και επηρεάζουν δυσμενέστατα την ποιότητα ζωής του ασθενούς με συμπτώματα όπως οίδημα (πρήξιμο του κάτω άκρου), πόνο, έκζεμα, υπέρχρωση στο δέρμα, λέπτυνση του δέρματος και έλκη (ανοιχτές πληγές).
Βασική αιτία για την δημιουργία του συνδρόμου είναι η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση (πηγμένο αίμα σε βαθειά φλέβα) η οποία αποτελεί μία συχνή και επικίνδυνη νόσο που μόνο στις ΗΠΑ, ετησίως, προσβάλει περίπου 600.000 άτομα. Η σοβαρότητα της νόσου φαίνεται από το γεγονός ότι το ένα τέταρτο των ασθενών που παρουσιάζουν τη νόσο έχουν, ως πρώτο σύμπτωμα, δυστυχώς, το θάνατο. Επιπλέον, από τους υπόλοιπους ασθενείς, ένα 10-30% θα πεθάνει μέσα στον πρώτο μήνα από τη χρονική στιγμή της διάγνωσης και, τέλος, από τους ασθενείς που επιβιώνουν, οι μισοί θα εμφανίσουν μακροχρόνιες επιπλοκές στο κάτω άκρο που προσβλήθηκε. Οι μακροχρόνιες αυτές επιπλοκές περιγράφονται με τον ιατρικό όρο «μεταθρομβωτικό σύνδρομο».
Πώς η εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση μπορεί να οδηγήσει σε μεταθρομβωτικό σύνδρομο;
Το μεταθρομβωτικό σύνδρομο είναι αποτέλεσμα δύο βασικών συνεπειών της παρουσίας του θρόμβου μέσα σε μία φλέβα:
Α) Την αλλοίωση έως και την πλήρη καταστροφή των φλεβικών βαλβίδων με αποτέλεσμα να λιμνάζει το αίμα στο πόδι, αντί να απομακρύνεται από αυτό. Η κατάσταση αυτή περιγράφεται και ως φλεβική ανεπάρκεια.
Β) Την δημιουργία μίας μορφής ουλής στο εσωτερικό της φλέβας, ως αποτέλεσμα της μη ικανοποιητικής διάλυσης του θρόμβου. Η «ουλή» αυτή αποφράσσει σε άλλοτε άλλο βαθμό τον αυλό της φλέβας, εμποδίζοντας, έτσι, την φυσιολογική ροή του αίματος μέσα σε αυτή.
Τα δύο αυτά φαινόμενα (ανεπάρκεια και απόφραξη) αποτελούν ανεξάρτητους παράγοντες του μεταθρομβωτικού συνδρόμου και εξελίσσονται μέσα σε χρονικό διάστημα μηνών ή χρόνων. Όταν συνυπάρχουν, δρουν αθροιστικά και τα συμπτώματα είναι σοβαρότατα.
Από τι εξαρτάται η σοβαρότητα του συνδρόμου;
Η σοβαρότητα του μεταθρομβωτικού συνδρόμου εξαρτάται από διάφορους επιβαρυντικούς παράγοντες, οι κυριότεροι των οποίων είναι: η υποτροπή μιας εν τω βάθει θρόμβωσης (νέο επεισόδιο στην θέση ενός παλαιοτέρου), η έκταση της θρόμβωσης και η εντόπισή της. Ασθενείς με πάνω από ένα επεισόδια θρόμβωσης, στην ίδια περιοχή του φλεβικού συστήματος, με εκτεταμένη θρόμβωση και κεντρικότερη εντόπιση του θρόμβου, εμφανίζουν σοβαρότερο μεταθρομβωτικό σύνδρομο σε σχέση με ασθενείς που έχουν παρουσιάσει στην ζωή τους ένα μόνο θρομβωτικό επεισόδιο, έχουν μικρής έκτασης προσβολή των φλεβών με θρόμβο και η νόσος αφορά περιφερικότερες φλέβες, όπως για παράδειγμα κοντά στο γόνατο.
Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση των κεντρικών φλεβών, είναι ενδιαφέρον να γνωρίζει κανείς ότι το μεταθρομβωτικό σύνδρομο παρουσιάζεται συχνότερα, και με σοβαρότερες συνέπειες, σε μια υποκατηγορία της εν τω βάθει θρόμβωσης, η οποία αναφέρεται ως «λαγονομηριαία θρόμβωση». Ο όρος «λαγονομηριαία» προέρχεται από τα ονόματα «μηριαία» και «λαγόνιο» φλέβα, οι οποίες αποτελούν την κεντρική φλέβα στο πάνω τμήμα μηρού και την κεντρικότερη φλέβα της πυέλου (λεκάνης), αντιστοίχως. Οι φλέβες αυτές είναι υπεύθυνες για την φλεβική αποχέτευση ολόκληρου του κάτω άκρου και πιθανή δυσλειτουργία τους έχει, σοβαρές συνέπειες σε όλο το φλεβικό σύστημα του κάτω άκρου, σε αντίθεση με βλάβη πιο περιφερικών φλεβών, οι οποίες επηρεάζουν μόνο τμήμα του φλεβικού συστήματος. Έτσι, ασθενείς με λαγονομηριαία θρόμβωση, παρά την αγωγή με αντιπηκτικά, θα αναπτύξουν φλεβική ανεπάρκεια σε ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό, το οποίο φτάνει το 95%, σοβαρά προβλήματα κινητικότητας σε ποσοστό 40% και ανοιχτές πληγές (έλκη) σε ποσοστό 15%.
Υπάρχει σήμερα χειρουργική λύση σε περίπτωση σοβαρού μεταθρομβωτικού συνδρόμου;
Η απάντηση είναι: ΝΑΙ. Η παραδοσιακή συντηρητική αντιμετώπιση με χρήση κάλτσας διαβαθμισμένης συμπίεσης λύνει, συνήθως, μικρό μέρος του προβλήματος ακόμα και με την καθημερινή χρήση της. Σήμερα, έχουν αναπτυχθεί χειρουργικές τεχνικές οι οποίες μπορούν να προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια καθώς και απεξάρτηση από την κάλτσα συμπίεσης.
Οι σύγχρονες αυτές χειρουργικές τεχνικές συνήθως εφαρμόζονται σε ασθενείς με ιστορικό θρόμβωσης των λαγονομηριαίων φλεβών, όπου τα συμπτώματα του μεταθρομβωτικού συνδρόμου, συχνότατα, είναι εξαιρετικά σοβαρά.
Σε περίπτωση που η βλάβη περιορίζεται στις λαγόνιες φλέβες, μέσα στην λεκάνη, σήμερα μπορεί με επιτυχία να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα με τοποθέτηση ενδοαυλικού μεταλλικού νάρθηκα (stent), ανοίγοντας την παθολογική φλέβα και αποκαθιστώντας την αιματική ροή μέσα από αυτή. Ο τρόπος αυτός ενδαγγειακής αποκατάστασης της παθολογικής φλέβας μπορεί με επιτυχία να ανακουφίσει τον ασθενή από τα συμπτώματα του μεταθρομβωτικού συνδρόμου.
Σε περίπτωση που η αποφρακτική βλάβη επεκτείνεται στην κοινή μηριαία φλέβα η αντιμετώπιση του συνδρόμου γίνεται πιο πολύπλοκη. Σε αυτή την περίπτωση απαιτείται συνδυασμός ανοιχτής χειρουργικής επέμβασης με ενδαγγειακή επέμβαση προκειμένου να υπάρξει το βέλτιστο αποτέλεσμα. Πιο συγκεκριμένα, η βλάβη της μηριαίας φλέβας αντιμετωπίζεται με ανοιχτή χειρουργική επέμβαση όπου η φλέβα διανοίγεται, καθαρίζεται από την αποφρακτική «ουλή» και αποκαθίσταται με αυτό τον τρόπο η βατότητά της. Ο επιστημονικός όρος που χρησιμοποιείται για αυτή την επέμβαση είναι «ενδοφλεβεκτομή» («endovenectomy) και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες καινοτομίες στην φλεβική χειρουργική του εν τω βάθει συστήματος. Εν συνεχεία, μέσα από την ανοιχτή πια μηριαία φλέβα ακολουθεί η αποκατάσταση της βλάβης στην λαγόνιο φλέβα με την τεχνική της τοποθέτησης stent.