Τρόφιμα με χαμηλά λιπαρά μπορεί να έχουν το αντίθετο από το αναμενομενο αποτέλεσμα, επειδή μπερδεύουν τον οργανισμό, σύμφωνα με μελέτη.
Όπως έδειξε, όταν γευόμαστε λάιτ σνακ, ο οργανισμός προετοιμάζεται να δεχθεί πολλές θερμίδες, αλλά καταλήγει να τροφοδοτείται με λιγοστές – και αυτό του προκαλεί σύγχυση και τον κάνει να επιζητά περισσότερη τροφή.
Το εύρημα αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί εξακολουθεί να εξαπλώνεται η παχυσαρκία στη Δύση, παρά την εκτενή χρήση λάιτ τροφίμων από εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.
«Η υποκατάσταση μέρους της τροφής με τρόφιμα που έχουν παρόμοια γεύση αλλά λιγότερες ή μηδέν θερμίδες, μοιάζει σαν μία πολύ λογική προσέγγιση για την απώλεια βάρους», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Σούζαν Σουϊδερς, καθηγήτρια Ψυχολογικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Purdue, στις ΗΠΑ.
«Ωστόσο, στο όλο θέμα παίζουν ρόλο πολλοί και διαφορετικοί βιολογικοί μηχανισμοί. Τα υποκατάστατα αυτά μιμούνται την γεύση του λίπους, αλλά δεν παρέχουν τις θερμίδες του – και αυτό προκαλεί σύγχυση στον οργανισμό».
Όπως εξήγησε, οι διάφορες γεύσεις φυσιολογικά διεγείρουν το σώμα μας ώστε να αναμένει πως θα τροφοδοτηθεί με θερμίδες, τις οποίες εν συνεχεία θα πέψει.
Όταν αυτό δεν συμβεί, ο οργανισμός το εκλαμβάνει ως δυσλειτουργία του μηχανισμού ελέγχου της πρόσληψης τροφής και ενεργοποιεί άλλους μηχανισμούς για να αντισταθμίσει τη «δυσλειτουργία» αυτή.
Η δρ Σουϊδερς και οι συνεργάτες της εξήγαγαν τα συμπεράσματά τους μελετώντας τις διακυμάνσεις του σωματικού βάρους σε ομάδα αρουραίων.
Τα μισά ζώα έτρωγαν επί 28 ημέρες κριτσίνια με πλήρη λιπαρά, ενώ τα υπόλοιπα κατανάλωσαν για λίγες μέρες τα κανονικά κριτσίνια και στη συνέχεια άρχισαν να τρέφονται με τις λάιτ εκδοχές τους.
Στο τέλος των τεσσάρων εβδομάδων, οι αρουραίοι που είχαν αλλάξει διατροφή ζύγιζαν περισσότερο και διέθεταν περισσότερο σωματικό λίπος απ’ ό,τι εκείνοι που έτρωγαν τα παχυντικά κριτσίνια μέχρι το τέλος της μελέτης.
«Η μελέτη μας μπορεί να έγινε σε ζωικά μοντέλα, αλλά υπάρχουν πολλές ομοιότητες με τους ανθρώπους», δήλωσε ο ερευνητής δρ Τέρι Ντέιβιντσον, επίσης καθηγητής Ψυχολογικών Επιστημών στο Purdue. «Τα ευρήματά μας θέτουν υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα της χρήσης υποκατάστατων λίπους στο πλαίσιο μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής ελέγχου του σωματικού βάρους».
Η νέα μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Behavioural Neuroscience».