Τα αντιβιοτικά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης δεν αυξάνουν τον κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών στο κυοφορούμενο έμβρυο, σύμφωνα με νέα καναδική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Pharmacoepidemiology and Drug Safety.
Περίπου τέσσερις στις δέκα γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης χρειάζεται να πάρει κατόπιν ιατρικής οδηγίας, είτε αζιθρομυκίνη, είτε κλαριθρομυκίνη, δύο αντιβιοτικά που ανήκουν στις μακρολίδες.
Οι μακρολίδες είναι μαζί με την πενικιλίνη, μεταξύ των πιο ευρέως χρησιμοποιούμενων φαρμάκων στον γενικό πληθυσμό, αλλά και στην εγκυμοσύνη. Ωστόσο, οι επιστήμονες εδώ και χρόνια διαφωνούν για το αν οι ίδιες οι λοιμώξεις ή οι μακρολίδες που χορηγούνται για την αντιμετώπισή τους θέτουν τις γυναίκες και το έμβρυο σε μεγαλύτερο κίνδυνο ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων, περιλαμβανομένων των γεννητικών ελλειμμάτων.
Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μοντρεαλ θέλησαν να υπολογίσουν τον κίνδυνο μειζόνων συγγενών δυσπλασιών μετά από την έκθεση του εμβρύου στις δύο συγκεκριμένες μακρολίδες.
Η Δρ Ανικ Μπεραρντ και οι συνεργάτες της μελέτησαν στοιχεία για περισσότερες από 135.000 κυήσεις από την επαρχία του Κεμπεκ. Περίπου το 2% των γυναικών είχαν πάρει με συνταγή γιατρού μακρολίδες, κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης. Μείζονα γενετικά ελλείμματα εντοπίστηκαν στο 10% των βρεφών.
Οι ερευνητές δεν κατάφεραν να εντοπίσουν σχέση μεταξύ της συγκεκριμένης κατηγορίας αντιβιοτικών και του κινδύνου γενετικών ελλειμμάτων. Υποστηρίζουν μάλιστα ότι οι αντίθετες απόψεις πηγάζουν από άλλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα ότι η αζιθρομυκίνη χορηγείται για την θεραπεία των χλαμυδίων, λοίμωξη που έχει σχετιστεί με γεννητικές ανωμαλίες.