Αρνητικά συναισθήματα όπωςανασφάλεια – αγωνία – φόβο, θυμό – αγανάκτηση, απογοήτευση – πίκρα – θλίψη, άγχος, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης εκφράζει πάνω από το 44% των Ελλήνων, με το μεγαλύτερο ποσοστό να εμφανίζεται σε άτομα με χαμηλό εισόδημα και παράλληλα παρατηρείται αύξηση της καταθλιπτικής διάθεσης. Επιπλέον, η υγεία των Ελλήνων καταγραφει πτωτική τάση, ενώ ένα 25% αδυνατεί να λάβει τη θεραπεία του για λόγους κόστους.
Σύμφωνα με έρευνα της GPO, για λογαριασμό της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, για την υγεία και την περίθαλψη του ελληνικού πληθυσμού υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης, η υγεία του ελληνικού πληθυσμού καταγράφεται ως σταθερά πτωτική, διαπιστώνεται, ευθεία συσχέτιση του αυτοαναφερόμενου επιπέδου υγείας με το εισόδημα, που κατά μέσον όρο βαθμολογείται 74% με το 100 να αντιστοιχεί σε άριστη υγεία, συσχέτιση των χρόνιων προβλημάτων υγείας με την ηλικία, την παχυσαρκία αλλά και το μορφωτικό επίπεδο. Όσον αφορά την κοινωνική διάσταση της έρευνας, καταγράφηκε ότι περίπου 1/3 των Ελλήνων τον περισσότερο καιρό δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει στους λογαριασμούς, και ότι στην ομάδα του πληθυσμού που το σύνολο των εισοδημάτων κατευθύνεται σε λογαριασμούς και χρέη, η αυτοεκτίμηση υγείας είναι σημαντικά κάτω από τον μέσο όρο. Για λόγους κόστους, ένα 25% του πληθυσμού δεν έλαβε τη θεραπεία του ή δεν έκανε ενδεδειγμένες εξετάσεις. Η έρευνα έδειξε ορισμένα αποτελέσματα τα οποία αποτελούν εξισορροπητικούς παράγοντες στο περιβάλλον της οικονομικής κρίσης, όπως μείωση στα ποσοστά του καπνίσματος, της κατανάλωσης οινοπνευματωδών ή κόκκινου κρέατος· μια τάση που επιβεβαιώνεται στις μελέτες των τελευταίων 13 ετών.
Τα υψηλότερα ποσοστά καλής υγείας, καταγράφονται στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη, ενώ τα χειρότερα στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη, λόγω δυσχερούς πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας. Σύμφωνα με την έρευνα παρατηρείται πτώση του επιπέδου της υγείας στις νεαρές ηλικίες, μεταξύ 2011 και 2015. Όσον αφορά τον αυτοχαρακτηρισμό του επιπέδου υγείας ανά εισοδηματική κατηγορία, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν καλύτερος αναλογικά με το ύψος του εισοδήματος, με εξαίρεση τα άτομα χωρίς «καθόλου εισοδήματα», τα οποία αναφέρουν καλή υγεία. Αυτό το παράδοξο εύρημα αποδίδεται στη νεαρή ηλικία των ατόμων που ανήκουν σε αυτή την εισοδηματική κατηγορία. Τέλος το 42% των ατόμων που απάντησαν στη έρευνα έχει διαγνωσθεί με χρόνιο νόσημα, οι περισσότεροι από τους μισούς είναι γυναίκες, 2 στους 3 είναι υπέρβαροι και παχύσαρκοι, ενώ 1 στους 5 ασθενείς με χρόνιο πρόβλημα παραμένει καπνιστής -με την αναλογία αυτή να είναι 1 στους 3 για τους ασθενείς με χρόνιο πνευμονολογικό πρόβλημα. Η μελέτη επιβεβαιώνει, επομένως την υψηλή νοσηρότητα του μεταβολικού συνδρόμου και καταγράφει ότι ένα 59% του δείγματος που έκανε χρήση υπηρεσιών υγείας είναι παχύσαρκοι και υπέρβαροι.