Στη μελέτη επιτεύχθηκαν τα πρωταρχικά καταληκτικά σημεία, με το 95% των ασθενών με γονότυπο 1, οι οποίοι είχαν υποβληθεί σε μεταμόσχευση, και το 82% των ασθενών με γονότυπο 1 και προχωρημένη κίρρωση να επιτυγχάνουν SVR12. Μεταξύ όλων των ασθενών που συμμετείχαν στη μελέτη ALLY-1, παρατηρήθηκε ίαση στο 94% των ατόμων που είχαν υποβληθεί σε μεταμόσχευση και επανεμφάνιζαν λοίμωξη HCV και στο 83% όλων των συμμετεχόντων με προχωρημένη κίρρωση (SVR12: παρατεταμένη ιολογική ανταπόκριση 12 εβδομάδες μετά τη θεραπεία).
Στη μελέτη ALLY-1 εντάχθηκαν 16 ασθενείς με μη αντιρροπούμενη κίρρωση και κατηγορία C κατά Child-Pugh, με εννέα εξ αυτών (56%) να επιτυγχάνουν SVR12. Το σύστημα αξιολόγησης Child-Pugh χρησιμοποιείται συνήθως για την αξιολόγηση της σοβαρότητας και της πρόγνωσης της χρόνιας ηπατικής νόσου και της κίρρωσης, με χρήση μια κλίμακα ταξινόμησης από το Α έως το C (η κατηγορία C δηλώνει το πιο προχωρημένη στάδιο της νόσου) για την κατηγοριοποίηση της εξέλιξης της νόσου. Οι ασθενείς που ταξινομούνται στην κατηγορία C εμφανίζουν μη-αντιρροπούμενη κίρρωση, συχνά με παθήσεις προχωρημένου σταδίου, όπως ασκίτη (η συσσώρευση υγρού στην κοιλιακή χώρα), ηπατική εγκεφαλοπάθεια (σύγχυση ή αλλοιωμένο επίπεδο συνείδησης, λόγω της αδυναμίας του ήπατος να απομακρύνει τις τοξίνες από το αίμα), και μη φυσιολογική ηπατική λειτουργία, τα οποία ενδέχεται να προκαλέσουν επιπλοκές στη θεραπεία.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης, τέσσερις ασθενείς με προχωρημένη κίρρωση υποβλήθηκαν σε μεταμόσχευση ήπατος κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Σε 3 από τους 4 ασθενείς χορηγήθηκε αγωγή για επιπλέον χρονικό διάστημα μετά τη μεταμόσχευση, ενώ και οι 4 ασθενείς πέτυχαν SVR12.
Στη μελέτη δεν παρατηρήθηκαν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες που να σχετίζονταν με τα φάρμακα της μελέτης, καθ’ όλη τη φάση της θεραπείας. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες (≥10%) ήταν κεφαλαλγία (15%, 36%), κόπωση (18%, 28%), αναιμία (20%, 19%), διάρροια (8%, 19%), ναυτία (17 %, 6%) και αρθραλγία (2%, 13%) στις κοορτές ασθενών με προχωρημένη κίρρωση και εκείνων μετά τη μεταμόσχευση, αντίστοιχα. Ένας ασθενής διέκοψε την θεραπεία μετά από διάστημα 31 ημερών λόγω κεφαλαλγίας, αλλά με επίτευξη SVR12. Εννέα ασθενείς στην κοορτή με κίρρωση εμφάνισαν υποτροπή μετά τη θεραπεία και ένας είχε ανιχνεύσιμο HCV RNA στο τέλος της θεραπείας. Δεν παρατηρήθηκε καμία ιολογική διαφυγή κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Τρεις ασθενείς (με γονότυπο 1a, 1b, 3) στην κοόρτη μετά τη μεταμόσχευση εμφάνισαν υποτροπή. Το σύνολο των 12 ασθενών που εμφάνισαν υποτροπή έλαβαν εκ νέου θεραπεία με daclatasvir και sofosbuvir με ριμπαβιρίνη για διάστημα 24 εβδομάδων.
Ο HCV αποτελεί την κύρια ένδειξη για μεταμόσχευση ήπατος σε παγκόσμια κλίμακα. Χωρίς θεραπεία, η λοίμωξη από τον HCV μετά τη μεταμόσχευση νέου ήπατος είναι αναπόφευκτη και σχετίζεται με την ταχεία εξέλιξη σε κίρρωση και θάνατο έως και στο 30% των ασθενών, σε διάστημα 5 ετών. Η ALLY-1 είναι η τρίτη μελέτη του προγράμματος ALLY φάσης ΙΙΙ, η οποία αξιολογεί την daclatasvir σε συνδυασμό με sofosbuvir σε πολλαπλούς πληθυσμούς ασθενών με εξαιρετικά ανικανοποίητες ανάγκες και αποτελεί το επίκεντρο της έρευνας για την HCV της Bristol-Myers Squibb. Οι μελέτες ALLY-2 και ALLY-3 έχουν ήδη παρουσιαστεί στο συνέδριο με θέμα τις ρετροϊικές και ευκαιριακές λοιμώξεις το 2015 και στο συνέδριο της Αμερικανικής Ένωσης για τη Μελέτη του Ήπατος το 2014, αντίστοιχα, ενώ οι υπο-αναλύσεις από κάθε μελέτη με το σχήμα daclatasvir και sofosbuvir χωρίς ribavirin παρουσιάστηκαν ως αναρτημένες ανακοινώσεις κατά το συνέδριο της EASL.
«Τα αποτελέσματα της μελέτης ALLY-1 καταδεικνύουν τις δυνατότητες αυτού του ερευνητικού σχήματος με daclatasvir σε πληθυσμό ασθενών με πολλές ανεκπλήρωτες ιατρικές ανάγκες, παρά τις πρόσφατες προόδους στη θεραπεία της ηπατίτιδας C. Οι μεταμοσχευθέντες ασθενείς λαμβάνουν ένα φάσμα ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων για την πρόληψη της απόρριψης οργάνων, το οποίο περιπλέκει τη θεραπεία της ηπατίτιδας C. Στη μελέτη ALLY-1, δεν παρατηρήθηκαν αλληλεπιδράσεις φαρμάκων μεταξύ των θεραπειών που χορηγούνται μετά τη μεταμόσχευση και για την ηπατίτιδα C, ενώ δεν απαιτήθηκαν προσαρμογές της δόσης των φαρμάκων που σχετίζονται με μεταμόσχευση κατά τη χορήγηση του σχήματος με daclatasvir, το οποίο οδήγησε στην επίτευξη υψηλών ποσοστών SVR12» τόνισε ο Φρεντ Ποορνταντ, M.D., κύριος ερευνητής της ALLY-1 και καθηγητής Ιατρικής στο Κέντρο Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Τέξας.
Επιπλέον, η EASL δημοσίευσε τις κατευθυντήριες οδηγίες για τη θεραπεία της ηπατίτιδας C για το 2015, οι οποίες περιλαμβάνουν το συνδυαστικό σχήμα daclatasvir + sofosbuvir ως η πρώτη θεραπεία 12 εβδομάδων σε ασθενείς με γονότυπο 3.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες της EASL αναφέρουν πλέον τα σχήματα daclatasvir + sofosbuvir σχήματα ως επιλογές για τη θεραπεία όλων των γονότυπων HCV και για χρήση σε ασθενείς με συνυπάρχουσα λοίμωξη HCV/HIV.
Το daclatasvir εγκρίθηκε στην Ευρώπη τον Αύγουστο του 2014 για χρήση σε συνδυασμό με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα για τους γονότυπους 1, 2, 3, και 4 για τη θεραπεία της χρόνιας λοίμωξης που προκαλείται από τον ιό της ηπατίτιδας C (HCV) σε ενήλικες. Εκτός από την Ευρώπη, έχει εγκριθεί στην Ιαπωνία, καθώς και σε πολλές χώρες της Λατινικής και Νότιας Αμερικής, της Μέσης Ανατολής και της Ασίας-Ειρηνικού. Επιπλέον, ο FDA επανεξετάζει αίτηση νέου φαρμάκου (NDA) για την χρήση της daclatasvir και sofosbuvir για τη θεραπεία ασθενών με γονότυπο 3 HCV.