Ο σίδηρος είναι απαραίτητος για την μεταφορά οξυγόνου σε όλα τα όργανα και τους ιστούς του σώματος, γι’ αυτό και η αναιμία προκαλεί κόπωση και λήθαργο.
Η αναιμία μπορεί να προκληθεί από 13 διαφορετικά νοσήματα αλλά η συχνότερη αιτία της είναι η έλλειψη σιδήρου.
Υπολογίζεται ότι 985 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από ήπια έως μέτρια σιδηροπενική αναιμία, και πολλοί από αυτούς παίρνουν ταμπλέτες, συχνά χωρίς ιατρική συνταγή, για να την αντιμετωπίσουν.
Οι ποσότητες του σιδήρου που περιέχουν όμως τα κλασικά συμπληρώματα του ιχνοστοιχείου, ίσως είναι πολύ μεγάλες, αναφέρουν βρετανοί επιστήμονες.
Σε μελέτη που πραγματοποίησαν στο εργαστήριο ανακάλυψαν ότι τα ανθρώπινα κύτταρα υφίστανται βλάβες στο γενετικό τους υλικό μέσα σε 10 λεπτά από τη στιγμή της έκθεσής τους σε αυτές.
Αν και αυτό δεν αποδεικνύει ότι ο σίδηρος που χορηγείται για την αναιμία είναι επικίνδυνος για τον άνθρωπο, υποδηλώνει ότι ίσως τα κύτταρά μας είναι πιο ευαίσθητα σε αυτόν απ’ ό,τι νόμιζαν έως τώρα οι επιστήμονες και, επομένως, πρέπει να διερευνηθεί το θέμα.
Στη νέα μελέτη, που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «PLoS One», επιστήμονες από το Imperial College του Λονδίνου (ICL) χρησιμοποίησαν ανθρώπινα ενδοθηλιακά κύτταρα για να εξετάσουν τις επιδράσεις 10 μικρογραμμομορίων (micromolars) σιδήρου.
Τα ενδοθηλιακά κύτταρα είναι αυτά που επιστρώνουν το εσωτερικό τοίχωμα των αιμοφόρων αγγείων, ενώ η συγκέντρωση σιδήρου που εξετάστηκε αντιστοιχεί σε αυτή που παρατηρείται στο αίμα έπειτα από τη λήψη μίας ταμπλέτας σιδήρου, λένε οι ερευνητές.
Όπως διαπίστωσαν, μέσα σε 10 λεπτά από την στιγμή της έκθεσής τους στον σίδηρο, τα κύτταρα είχαν ενεργοποιήσει τους ενδογενείς μηχανισμούς επιδιόρθωσης του DNA τους, οι οποίοι παρέμειναν ενεργοί επί έξι ώρες.
«Έως σήμερα γνωρίζαμε ότι ο σίδηρος μπορεί να βλάψει τα κύτταρα σε υψηλές δόσεις, αλλά η μελέτη μας υποδηλώνει ότι και οι ποσότητες που λαμβάνονται με τις ταμπλέτες ενδέχεται να είναι πολύ μεγάλες γι’ αυτά – τουλάχιστον στο εργαστήριο», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Κλαιρ Σόβλιν, λέκτορας Κλινικής & Μοριακής Ιατρικής στο ICL.
«Αυτό σημαίνει πως τα κύτταρα ενδέχεται να είναι πιο ευαίσθητα στον σίδηρο απ’ ό,τι νομίζαμε έως τώρα».
Η δρ Σόβλιν έσπευσε να διευκρινίσει ότι η όλη έρευνα βρίσκεται ακόμα στα αρχικά της στάδια και ότι τα ευρήματά της αφ’ ενός πρέπει να επιβεβαιωθούν, αφ’ ετέρου να επαληθευτούν στο ανθρώπινο σώμα. Και αυτό, διότι «δεν είμαστε σίγουροι για την ακριβή σημασία των εργαστηριακών ευρημάτων μας για τα αιμοφόρα αγγεία του σώματος», τόνισε.
Πρακτικά αυτό σημαίνει πως κανείς δεν πρέπει να διακόψει τη λήψη των συμπληρωμάτων σιδήρου που του έχει συστήσει ο γιατρός, δίχως να τον συμβουλευθεί πρώτα, κατά την δρα Σόβλιν.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η νέα μελέτη «μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για να ανοίξει η συζήτηση για το πόσο σίδηρο παίρνει ο κόσμος», διότι «οι κλασικές ταμπλέτες περιέχουν σχεδόν 10πλάσια ποσότητα σιδήρου από την ημεσήσια ποσότητα που συνιστάται στον μέσο άνδρα – και αυτές οι περιεκτικότητες δεν έχουν αλλάξει εδώ και 50 χρόνια», κατέληξε.