Ένας εύκολα ανιχνεύσιμος γενετικός δείκτης θα μπορούσε να εντοπίζει τους επιθετικούς καρκίνους του παχέος εντέρου σε πρώιμα στάδια, και έτσι οι γιατροί να αποφασίζουν την αναγκαιότητα της χημειοθεραπείας στους συγκεκριμένους ασθενείς, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο New England Journal of Medicine.
Οι όγκοι του παχέος εντέρου που δεν παράγουν την πρωτεΐνη CDX2 είναι πιθανότερο να επανέλθουν μετά την χειρουργική αντιμετώπιση του σταδίου 2 καρκίνου, υποστηρίζουν οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Στανφορντ.
«Οι ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες λένε ότι τα άτομα με σταδίου 2 καρκίνο του παχέος εντέρου δεν πρέπει να υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία μετά από την χειρουργική αφαίρεση του όγκου, επειδή οι κίνδυνοι της χημειοθεραπείας είναι περισσότεροι από τα οφέλη» εξηγεί ο επικεφαλής της μελέτης Δρ Μάικλ Κλαρκ, καθηγητής Βιολογίας του Καρκίνου στο αμερικάνικο πανεπιστήμιο.
Όμως τουλάχιστον το 5% με 10% των σταδίου 2 ασθενών είναι CDX2-αρνητικοί και επομένως θα μπορούν να επωφεληθούν από την χημειοθεραπεία.
Ο Δρ Οτις Μπραουλεϊ, από την Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία σχολιάζει ότι «η παρατήρηση αυτή μπορεί να αλλάξει τον τρόπο που οι καρκινοπαθείς με σταδίου 2 καρκίνο του παχέος εντέρου αντιμετωπίζονται από τους ογκολόγους». Και προβλέπει ότι δεν θα ήταν δύσκολο να εφαρμοστεί στην καθημερινή κλινική πρακτική ένα προγνωστικό τεστ.
Οι ασθενείς με σταδίου 2 καρκίνο του παχέος εντέρου έχουν γενικά καλή πρόγνωση, καθώς ο όγκος είναι τοπικά εντοπισμένος αλλά δεν έχει δώσει μεταστάσεις σε άλλα σημεία του σώματος. Το προσδόκιμο πενταετούς επιβίωσης είναι από 63% έως 87%, ανάλογα με την έκταση του καρκίνου στο παχύ έντερο.
Η εξέλιξη της χημειοθεραπείας έχει βελτιώσει τα ποσοστά επιβίωσης τα τελευταία χρόνια και για τον προχωρημένου σταδίου καρκίνο του παχέος εντέρου. Αλλά οι γιατροί δεν μπορούν να ξεχωρίσουν εγκαίρως τους ασθενείς που μπορούν να επωφεληθούν από τα νέα χημειοθεραπευτικά σχήματα.
Έτσι, ο Δρ Κλαρ και οι συνεργάτες του αποφάσισαν να επικεντρωθούν στα καρκινικά κύτταρα του παχέος εντέρου που φαίνεται να λειτουργούν περισσότερο σαν βλαστικά κύτταρα, και τα οποία δεν ρυθμίζονται άμεσα από τον οργανισμό και άρα είναι πιθανότερο να είναι επιθετικά.
Οι ειδικοί επικεντρώθηκαν στην πρωτεΐνη CDX2, η οποία παίζει ρόλο στον καθορισμό του πως τα κύτταρα θα χρησιμοποιηθούν για να σχηματιστεί το εσωτερικό τοίχωμα του παχέος εντέρου. Χωρίς την CDX2 τα κύτταρα του παχέος εντέρου υπορρυθμίζονται και επομένως, τα καρκινικά είναι πιθανότερο να είναι επιθετικότερα.
Ένα ακόμα πλεονέκτημα της CDX2 είναι ότι οι όγκοι μπορούν να ελεγχθούν με ένα απλό τεστ αντισωμάτων, και όχι με εκτεταμένο γενετικό έλεγχο. Έτσι είναι απλούστερο για τους παθολόγους και περιορίζεται ο κίνδυνος σφάλματος.
Οι ερευνητές για να επαληθεύσουν τους ισχυρισμούς τους ανέλυσαν ιατρικά αρχεία σχεδόν 1.900 ασθενών με σταδίου 2 ή 3 καρκίνους παχέος εντέρου.
Το 4% των ασθενών είχαν όγκους που δεν παρήγαγαν CDX2. Στην αρχική μελέτη των 466 ασθενών με οποιαδήποτε σταδίου καρκίνο, μόνο το 41% αυτών με CDX2-αρνητικούς όγκους επέζησαν ελεύθεροι της νόσου για πέντε χρόνια, συγκριτικά με το 74% αυτών με CDX2 στα καρκινικά κύτταρα.
Επιπλέον, οι ασθενείς των οποίων τα καρκινικά κύτταρα δεν εξέφραζαν την CDX2 ήταν πιθανότερο να ωφεληθούν από την προσθήκη χημειοθεραπείας μετά το χειρουργείο, συγκριτικά με άτομα που είχαν CDX2-αρνητικούς όγκους.
Περίπου το 91% των ασθενών με CDX2-αρνητικούς καρκίνους που υποβλήθηκαν σε χειρουργική αφαίρεση και θεραπεία έζησαν χωρίς καρκίνο για πέντε χρόνια, συγκριτικά με το 56% αυτών που δεν έκαναν χημειοθεραπεία.