Μπορεί η νηστεία να αποτελεί αναπόσπαστο θρησκευτικό κομμάτι ως μέσο πνευματικού εξαγνισμού, ωστόσο σε μεγάλο βαθμό επηρεάζει την υγεία του ατόμου. Επιστημονικές μελέτες έχουν καταδείξει ότι βελτιώνει την καρδιακή λειτουργία, μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου, συμβάλλει στην μακροζωία.
Σε ό,τι αφορά τα άτομα με διαβήτη η νηστεία ενδέχεται να προκαλέσει κάποιες σοβαρές επιπλοκές που μπορεί να θέσουν σε άμεσο κίνδυνο την υγεία τους, επισημαίνει η κλινική διαιτολόγος- διατροφολόγος κυρία Ελένη Παπαγιαννίδου, και εξηγεί στο protothema.gr υπό ποιες προϋποθέσεις πρέπει να ακολουθούν νηστεία οι διαβητικοί ασθενείς.
«Η νηστεία συνεπάγεται για τις περισσότερες θρησκείες είτε αποχή για αρκετές ώρες από το φαγητό ή περιορισμό των τροφών ή απλά αλλαγή στο σύνηθες διατροφολόγιο. Οι επιπτώσεις της νηστείας στην υγεία του ατόμου αποτελούν πλέον αντικείμενο ερευνών τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Οι έρευνες εστιάζονται στη νηστεία ως μη-φαρμακολογική παρέμβαση για τη βελτίωση της υγείας και την αύξηση της μακροζωίας. Οι τρεις νηστείες στις οποίες κυρίως έχουν εστιάσει οι έρευνες είναι ο θερμιδικός περιορισμός (ΘΠ), η διαλείπουσα νηστεία (ΔΝ) και ο διαιτητικός περιορισμός (ΔΠ)» λέει η κυρία Παπαγιαννίδου.
Η χριστιανική ορθόδοξη νηστεία αφορά την αποχή από συγκεκριμένα ζωικής προέλευσης τρόφιμα. Αποτελεί μια μορφή διαιτητικού περιορισμού (ΔΠ) και αυστηρής χορτοφαγίας.
Αντίθετα, η νηστεία του Ραμαζανιού σημαίνει αποχή από τροφή και υγρά από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου. Αποτελεί μια μορφή διαλείπουσας νηστείας (ΔΝ) με τη διαφορά πως δεν επιτρέπονται τα υγρά.
Μάλιστα, όπως επισημαίνει η ειδικός, ενώ υπάρχει πληθώρα μελετών για την επίδραση της νηστείας κατά το Ραμαζάνι στα διαβητικά άτομα, υπάρχει παντελή έλλειψη μελετών για την επίδραση της ορθόδοξης νηστείας στα διαβητικά άτομα.
Τι συμβαίνει στον οργανισμό κατά τη νηστεία
Στα υγιή άτομα κατά τις ώρες της νηστείας (αποχής από τροφή) σταματά να παράγεται ινσουλίνη εξαιτίας της χαμηλής γλυκόζης στο αίμα και το σώμα χρησιμοποιεί το γλυκογόνο, μια μορφή αποθηκευμένης γλυκόζης που υπάρχει στο συκώτι μας.
«Όταν η νηστεία παρατείνεται για αρκετές ώρες, οι αποθήκες γλυκογόνου εξαντλούνται, απελευθερώνονται λιπαρά οξέα από τα λιποκύτταρα και στη συνέχεια παράγονται κετόνες, που χρησιμεύουν για ενέργεια. Αυτή η διαδικασία κάνει το σώμα να αλλάζει το καύσιμο που χρησιμοποιεί για ενέργεια. Δηλαδή αντί να καίει γλυκόζη, καίει σωματικό λίπος, ενώ ταυτόχρονα προστατεύει το σώμα να μην χάσει μυϊκή μάζα. Κατά τη νηστεία με αυτό τον τρόπο το σώμα καταφέρνει να διατηρεί τη γλυκόζη στο αίμα σε φυσιολογικό εύρος» εξηγεί η ειδικός.
Ωστόσο, στα άτομα με διαβήτη, η ισορροπία μεταξύ των επίπεδων ινσουλίνης και αντι-ρυθμιστικών ορμονών είναι ελαττωματική. Ως εκ τούτου, η παρατεταμένη νηστεία μπορεί να οδηγήσει σε υπεργλυκαιμία γιατί το σώμα τους φτιάχνει γλυκόζη μέσω του φαινόμενου της γλυκονεογένεσης.
Οι διαβητικοί ασθενείς και η χριστιανική νηστεία
Κατά τη διάρκεια της νηστείας, η παρακολούθηση από τους ειδικούς και τον διαιτολόγο θα πρέπει να είναι πολύ συχνή με βασικό μέλημα την πρόληψη σοβαρών υπογλυκαιμικών και υπεργλυκαιμικών επεισοδίων.
Σύμφωνα με την EPIDIAR μελέτη η υπογλυκαιμία αυξήθηκε κατά περίπου 7,5 φορές και η υπεργλυκαιμία κατά περίπου 5 φορές στα άτομα με τύπου 2 διαβήτη. Άτομα με διαβήτη που λαμβάνουν φάρμακα που προκαλούν χαμηλά επίπεδα γλυκόζης (π.χ. σουλφονουρίες και ινσουλίνη) είναι πιο επιρρεπή σε υπογλυκαιμικά επεισόδια.
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες, που επικαλείται η κυρία Παπαγιαννίδου, είναι σημαντικό ο διαβητικός να αξιολογηθεί τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την έναρξη της νηστείας και να εκπαιδευτεί στο πόσο συχνά πρέπει να παρακολουθεί τη γλυκόζη στο αίμα του και να έχει ήδη πετύχει νορμογλυκαιμία.
Σε ό,τι αφορά την ορθόδοξη νηστεία, η ειδικός αναφέρει πως μοιάζει αρκετά με αυστηρή χορτοφαγία, η οποία εστιάζει σε ψωμί, δημητριακά, φρούτα, όσπρια, ξηρούς καρπούς, σπόρους, θαλασσινά και λαχανικά.
«Η κλινική εμπειρία δείχνει ότι το διαβητικό άτομο επιτυγχάνει καλύτερη γλυκαιμία όταν η νηστεία δίνει έμφαση στα μη αμυλούχα λαχανικά, τα θαλασσινά, τα όσπρια, τους ξηρούς καρπούς και σπόρους, τα καλά λιπαρά και όχι στο ψωμί, τα δημητριακά και τα αμυλούχα λαχανικά. Επειδή μία τέτοιου τύπου διατροφή είναι πολύ χαμηλή σε ζωική πρωτεΐνη και δεν βοηθά στον κορεσμό είναι εξαιρετικά δύσκολο να τηρηθεί. Ωστόσο, εφόσον το άτομο βρίσκεται σε στενή συνεργασία με τον θεράποντα ιατρό και με τον ειδικό διατροφολόγο του και κάνει συχνή παρακολούθηση της γλυκόζης στο αίμα του μπορεί να νηστέψει χωρίς να βάζει σε κίνδυνο την υγεία του» καταλήγει η κυρία Παπαγιαννίδου.