Με τον τρόπο αυτό, το άμυλο που εμπεριέχει το ρύζι γίνεται λιγότερο εύπεπτο και έτσι ο οργανισμός απορροφά λιγότερη ενέργεια.
Τα αμυλούχα τρόφιμα, όπως το ρύζι, γνωστά και ως υδατάνθρακες, είναι καλή πηγή ενέργειας. Όταν τα καταναλώνουμε, το σώμα μας τα αποδομεί σε απλά σάκχαρα. Τα υπολείμματα αποθηκεύονται στο σώμα και μετατρέπονται γρήγορα σε γλυκόζη. Αλλά, η αφθονία γλυκόζης στο αίμα μπορεί τελικά να καταλήξει να αποθηκευθεί στον οργανισμό μας σαν λίπος.
Η επιστημονική ομάδα από τη Σρι Λάνκα έκανε πειράματα για δει κατά πόσο μπορούσε να τροποποιήσει τις τροφές ώστε να «ξεγελάσει» το σώμα να απορροφήσει λιγότερη ενέργεια, κρατώντας το σάκχαρο του αίματος και τις καταναλισκόμενες θερμίδες, σε χαμηλότερα επίπεδα.
Να σημειωθεί ότι βρετανοί ερευνητές έχουν ήδη αποδείξει ότι μαγειρεύοντας και στη συνέχεια ψύχοντας τα ζυμαρικά, μπορούμε να δημιουργήσουμε μικρότερη γλυκαιμική κορύφωση, ακόμα και αν ξαναζεστάνουμε τα μακαρόνια.
Οι ερευνητές από τη Σρι Λάνκα απέδειξαν ότι το ίδιο ισχύει και για το ρύζι, αφού πειραματίστηκαν με 38 ποικιλίες προκειμένου να βρουν τον ιδανικό τρόπο ενίσχυσης του ανθεκτικού αμύλου.
Το άμυλο αυτό είναι πιο ανθεκτικό στα ένζυμα που χρησιμοποιεί το σώμα μας για να αποδομήσει τους υδατάνθρακες στο πεπτικό σύστημα, άρα απορροφάται λιγότερη ποσότητα.
Έτσι λοιπόν, οι ερευνητές προτείνουν ότι ο καλύτερος τρόπος για να πετύχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα είναι να σιγοβράσουμε το ρύζι για 40 λεπτά προσθέτοντας ένα κουταλάκι καρυδέλαιου, να το αφήσουμε στη συνέχεια να κρυώσει και να το βάλουμε στο ψυγείο για 12 ώρες.
«Η διαδικασία της ψύξης είναι σημαντική διότι η αμυλόζη, το διαλυτό μέρος του αμύλου, βγαίνει από τους κόκκους κατά τη διάρκεια της ζελατινοποίησης. Η ψύξη για 12 ώρες θα οδηγήσει στον σχηματισμό δεσμών υδρογόνου μεταξύ των μορίων αμυλόζης στο εξωτερικό των κόκκων ρυζιού, μετατρέποντας το σε ανθεκτικό άμυλο», εξηγεί ο επικεφαλής ερευνητής Σουντχάιρ Τζέιμς.
Και σημειώνει ότι, μπορούμε να ξαναζεστάνουμε το παγωμένο ρύζι, χωρίς να επηρεάσουμε το επίπεδο της ανθεκτικότητας του αμύλου.
Επόμενος στόχος των ερευνητών είναι τώρα να δουν αν κάποια συγκεκριμένη ποικιλία ρυζιού είναι η ιδανική και αν άλλα μαγειρικά έλαια και λίπη μπορούν να πετύχουν το ίδιο αποτέλεσμα.