Η αυξημένη έκθεση του εμβρύου στη χημική ουσία δισφαινόλη Α, όσο αυτό βρίσκεται στη μήτρα της εγκύου μητέρας, σχετίζεται με μεγαλύτερο κίνδυνο τα κορίτσια (αλλά όχι τα αγόρια) να εμφανίσουν στην ηλικία του σχολείου άσθμα και συριγμό στην αναπνοή τους. Αυτό συμπέρανε μια ευρωπαϊκή επιστημονική έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε έξι χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα (μελέτη RHEA).
Η έρευνα σε περισσότερα από 3.000 ζεύγη μητέρων-παιδιών εξέτασε τις πιθανές επιπτώσεις που έχει η προγεννητική έκθεση στις δισφαινόλες πάνω στην αναπνευστική υγεία κατά την παιδική ηλικία. Η μελέτη, με επικεφαλής τις δρες Αλίσια Αμπελάν και Μπαριμπέλ Κάζας του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Υγείας (ISGlobal) και του Πανεπιστημίου Πομπέου Φάμπρα της Βαρκελώνης, που δημοσιεύθηκε στο διεθνές περιβαλλοντικό περιοδικό Environment International, βρήκε ότι ένας διπλασιασμός στη συγκέντρωση δισφαινόλης Α στα ούρα της εγκύου σχετίζεται με μια αύξηση κατά 13% στα αναπνευστικά προβλήματα των κοριτσιών, κάτι που όμως δεν παρατηρήθηκε στα αγόρια, ούτε στην περίπτωση δύο άλλων δισφαινολών.
Οι δισφαινόλες είναι χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή πλαστικών και ρητινών και υπάρχουν σε πολλά καταναλωτικά προϊόντα, όπως κονσέρβες τροφίμων, επαναχρησιμοποιούμενα μπουκάλια και παιγνίδια. Η γνωστότερη είναι η δισφαινόλη Α (ΒΡΑ), που είναι γνωστό ότι προκαλεί ενδοκρινικές διαταραχές, αναφέρει το ΑΠΕ ΜΠΕ. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Χημικών (ECHA) έχει συμπεριλάβει από το 2017 τη ΒΡΑ στον κατάλογο των ουσιών “πολύ υψηλής ανησυχίας”. Από τότε μερικές χώρες έχουν περιορίσει τη χρήση της ΒΠΑ και κάποιες βιομηχανίες έχουν αντικαταστήσει τη ΒΡΑ με άλλες δισφαινόλες.
Οι δισφαινόλες ανιχνεύονται στο μητρικό γάλα και μπορούν να διαπεράσουν το πλακουντικό φράγμα και πιθανώς να διαταράξουν το αναπνευστικό και το ανοσοποιητικό σύστημα των μωρών στη φάση της εμβρυικής ανάπτυξης τους. Η νέα μελέτη, στην οποία συμμετείχε η επιδημιολόγος Μαρίνα Βαφειάδη του Τομέα Κοινωνικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης, η οποία ανέλυσε δείγματα ούρων εγκύων, βρήκε υψηλά επίπεδα ΒΡΑ στο 90% των δειγμάτων, ενώ τα επίπεδα άλλων δισφαινολών ήσαν μικρότερα σε όλες τις χώρες πλην Ολλανδίας.