Βέβαια, μέχρι σήμερα τα στοιχεία για το κατά πόσο οι παχύσαρκοι είναι καλύτεροι ή χειρότεροι ως προς την όσφρηση και την γεύση είναι αντικρουόμενα.
Ο Δρ Λορένζο Στάφορντ και οι συνεργάτες του επέλεξαν 40 φοιτητές και τους χώρισαν σε παχύσαρκους και μη. Όλοι ήταν μη καπνιστές, σε καλή κατάσταση υγείας και δεν συμμετείχαν σε προγράμματα απώλειας βάρους ή δεν έπαιρναν κατασταλτικά της όρεξης.
Εξαιρέθηκαν άτομα με ελλιπές βάρος, καθώς και αυτοί με εξασθενημένη γεύση ή όσφρηση.
Αρχικά, οι ερευνητές ζήτησαν από τους φοιτητές να μυρίσουν μια τεχνητή μαύρη σοκολάτα και να κρίνουν πόσο έντονη και ευχάριστη ήταν. Η τεχνητή σοκολάτα στη συνέχεια διαλύθηκε σε διαφορετικές εντάσεις και οι εθελοντές κλήθηκαν να καθορίσουν την χαμηλότερη συγκέντρωση που μπορούσαν να ανιχνεύσουν με βεβαιότητα.
Οι επιστήμονες έλεγξαν την γευστική ικανότητα των συμμετεχόντων με βάσει τέσσερις βασικές γεύσεις: πικρό, αλμυρό, ξινό και γλυκό. Συγκεκριμένα, ψέκασαν διαλύματα της κάθε γεύσης πάνω στην γλώσσα των φοιτητών και τους ζήτησαν να αναγνωρίσουν την ένταση τους καθενός.
Από την ανάλυση των στοιχείων προέκυψε ότι, τα παχύσαρκα άτομα ήταν καλύτερα στην ανίχνευση της μυρωδιάς της σοκολάτας από τα μη παχύσαρκα, ενώ χαρακτήρισαν την μυρωδιά ως πιο ευχάριστη.
Επιπλέον, οι παχύσαρκοι αντιλαμβάνονταν την αλμυρή γεύση ως πιο αλμυρή και την ξινή όσο πιο ξινή. Δεν παρατηρήθηκε διαφορά μεταξύ των ομάδων ως προς την πικρή και την γλυκιά γεύση.
Οι επιστήμονες εξηγούν ότι η μυρωδιά είναι σημαντική στις διατροφικές διαταραχές επειδή ερεθίζει το κέντρο ανταμοιβής του εγκεφάλου. «Αισθητήρια στοιχεία, όπως η όραση και η μυρωδιά, μπορεί να αυξήσουν την επιθυμία για εθιστικές ουσίες, κάτι που μπορεί να ισχύει και στην περίπτωση του φαγητού.
Η μυρωδιά λοιπόν των τροφών που βρίθουν σε θερμίδες μπορεί να συντελεί σε υπερκατανάλωση, ειδικά στα άτομα που έχουν επιρρέπεια στην πρόληψη βάρους», σύμφωνα με τον Δρ Στάφορντ.