Τις τελευταίες δεκαετίες η παιδική παχυσαρκία παίρνει διαστάσεις επιδημίας τόσο στη χώρα μας όσο και σε άλλες αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες.
Η εφηβική παχυσαρκία είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο που συνδέεται τόσο με γενετικούς όσο και με περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Ορισμένες μελέτες αναφέρουν ότι τα αγόρια είναι περισσότερο επιρρεπή στην παχυσαρκία από ότι τα κορίτσια, χωρίς όμως να είναι ξεκάθαρο αν η διαφορά αυτή οφείλεται σε διαφορετικά βιολογικά και ορμονικά χαρακτηριστικά ή/και στις διαφορετικές συνήθειες που υιοθετούν τα παιδιά των δύο φύλων.
Η παχυσαρκία στην εφηβική ηλικία έχει πολλές συνέπειες τόσο στην υγεία όσο και στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των εφήβων. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναφέρει ενδεικτικά ότι η παιδική παχυσαρκία μπορεί να οδηγήσει στην εκδήλωση νόσων όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπέρταση, διάφορες καρδιαγγειακές παθήσεις, μυοσκελετικά προβλήματα και δυσκολίες στον ύπνο.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα νέας έρευνας, η παχυσαρκία στην εφηβεία αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για θάνατο στη μέση ηλικία.
Η έρευνα χρησιμοποίησε δεδομένα 2,3 εκατομμυρίων 17χρονων, των οποίων το ύψος και το βάρος μετρήθηκε μεταξύ 1967 και 2010. Οι ερευνητές αξιολόγησαν τη σχέση μεταξύ του Δείκτη Μάζας Σώματος στην εφηβεία και της θνησιμότητας από στεφανιαία νόσο, εγκεφαλικό επεισόδιο και αιφνίδιο θάνατο στην ενήλικο ζωή, μέχρι τα μέσα του 2011.
Καθώς ο ΔΜΣ αυξανόταν, η εφηβική παχυσαρκία συνδέθηκε με αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας από στεφανιαία νόσο, εγκεφαλικό επεισόδιο, αιφνίδιο θάνατο από άγνωστα αίτια και θάνατο από γενικά καρδιαγγειακά αίτια, καθώς και από μη καρδιαγγειακά αίτια και από άλλες αιτίες.
Ένας εκ των ερευνητών δήλωσε ότι τα ευρήματα δείχνουν σχέση μεταξύ της τάσης υπέρβαρων εφήβων τις προηγούμενες δεκαετίες και της θνησιμότητας από στεφανιαία νόσο στη μέση ηλικία. Η συνεχιζόμενη αύξηση του ΔΜΣ των εφήβων και η πρόσληψη κιλών και παχυσαρκίας μπορεί να ευθύνεται για και αυξανόμενο κίνδυνο της καρδιαγγειακής υγείας και ιδιαίτερα για στεφανιαία νόσο.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό New England Journal of Medicine.