Ο τραυματισμός από σκουριασμένο καρφί μπορεί να προκαλέσει μόλυνση από τέτανο.
Ο τέτανος είναι λοιμώδης ασθένεια που προκαλείται από το βακτήριο Kλωστρίδιο του τετάνου (Clostridium Τetani), το οποίο παράγει την νευροτοξίνη Τετανοσπασμίνη, που προκαλεί τα πρωταρχικά συμπτώματα της ασθένειας.

Παρόλο που η μόλυνση με το σκουριασμένο καρφί είναι η πιο κλασική, λίγοι είναι αυτοί που συνειδητοποιούν ότι τα τραύματα από τρύπημα δεν είναι ο μόνος τρόπος για να έρθει κάποιος σε επαφή με τον τέτανο. Ακόμη και μια γρατζουνιά από αγκάθι ή από ζώο, μια ακίδα, ένα τσίμπημα από κοριό, ένα κάψιμο ή τρύπημα από μη αποστειρωμένη βελόνα ραψίματος μπορεί να οδηγήσει στην εισβολή του βακτηριδίου του τετάνου. Η πηγή της μόλυνσης μπορεί να βρίσκεται εντός ή εκτός – στο σπίτι, στην αυλή, στον κήπο, στο κτήμα ή οπουδήποτε αλλού.
Η ασθένεια μπορεί επίσης να μεταδοθεί στον άνθρωπο ακόμα και από δαγκώματα ή γρατσουνιές από ζώα που δεν έχουν εμβολιαστεί κατά του τετάνου, αν και τέτοια περιστατικά είναι σπάνια.

Συμπτώματα

Τα συμπτώματα της μόλυνσης από τέτανο εμφανίζονται συνήθως σε διάστημα 6 έως 20 ημερών μετά τον τραυματισμό.
Το χαρακτηριστικό του μικροβίου είναι ότι δεν κυκλοφορεί στο αίμα αλλά παραμένει στο σημείο εισόδου όπου επωάζεται χωρίς να εμφανίσει συμπτώματα για τις πρώτες 6 έως 7 ημέρες μετά τον τραυματισμό. Εκεί αναπτύσσεται, πολλαπλασιάζεται και οι τοξίνες που παράγονται από το μεταβολισμό του φτάνουν στα γάγγλια των νεύρων, τα ερεθίζουν, τα παραλύουν και προκαλούν τετανικούς σπασμούς. Καθώς αναπτύσσεται η λοίμωξη αρχίζουν να προκαλούνται μυϊκοί σπασμοί στην κάτω σιαγόνα.

Θα πρέπει όλος ο πληθυσμός να είναι εμβολιασμένος κατά του τετάνου, ή αν δεν έχει εμβολιαστεί κατά τα τελευταία 10 χρόνια και τραυματιστεί από οποιοδήποτε αντικείμενο, να μεταβεί στο πλησιέστερο νοσοκομείο ή φαρμακείο για χορήγηση αντιτετανικού ορού σε διάστημα 24 ωρών το αργότερο από τη στιγμή του τραυματισμού.

Οι συστάσεις των ειδικών λένε ότι όσοι έχουν κάνει τον αρχικό κύκλο ανοσοποίησης, θα πρέπει να υποβάλλονται σε αναμνηστικές δόσεις εμβολίου για τον τέτανο και τη διφθερίτιδα κάθε 10 χρόνια. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τα άτομα άνω των 50, των οποίων η ανοσοποίηση είναι πιθανό να έχει μειωθεί. Υπάρχει επίσης μια βασική σειρά εμβολίων για παιδιά μεγαλύτερα σε ηλικία και ενήλικες που δεν έχουν ποτέ εμβολιαστεί.

Αν και το 91% των παιδιών ηλικίας 6 έως 11 είναι προστατευμένα από τον τέτανο και τη διφθερίτιδα, η προστασία μειώνεται στο 47% σε άτομα ηλικίας 20 ετών και άνω και πέφτει στο 30% σε άτομα ηλικίας 70 και άνω.