Η εφηβεία είναι λοιπόν, λόγω αυτών των αλλαγών και των αναταράξεων, η πιο πολυσυζητημένη ίσως ηλικία του ανθρώπου. Για καμιά άλλη ηλικία δεν ανησυχούν τόσο πολύ οι γονείς, οι οποίοι πολύ συχνά, μισοαστεία μισοσοβαρά εκφράζουν αυτή τους την ανησυχία από την πολύ τρυφερή ηλικία των παιδιών τους: «αν κάνει έτσι τώρα στα πέντε του, φαντάσου τι μας περιμένει στην εφηβεία!», «προσπαθώ από τώρα να βάλω κάποιους περιορισμούς για να αποφύγουμε στην εφηβεία τα χειρότερα..», «ως τώρα καλά τα πήγαμε, τώρα που έρχεται η εφηβεία να δούμε τι μας περιμένει..».
Ανησυχίες και φόβοι δικαιολογημένοι εν μέρει, άσκοποι όμως από την άλλη μεριά επειδή, αν κάτι χαρακτηρίζει την εφηβεία, αυτό είναι ότι δεν είναι ούτε προβλέψιμη ούτε γενικεύσιμη. Οι ανατροπές και οι μεταβολές που συμβαίνουν στον κάθε έφηβο είναι τέτοιες που μπορούν πραγματικά να μετατρέψουν το πιο ήρεμο παιδί σε ταύρο μαινόμενο και το πιο ατίθασο σε σιωπηλό και αποτραβηγμένο παρατηρητή. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο κάθε έφηβος αλλάζει: όχι προς το καλύτερο ή το χειρότερο αλλά κατά ένα κομμάτι πιο κοντά προς αυτό που είναι ο εαυτός του και που αρχίζει να φαίνεται καλύτερα όταν η έντονη εποχή της εφηβείας έχει πια περάσει. Στο μεταξύ, υπάρχει χάος, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο εμφανές.
Εν αναμονή του χάους λοιπόν πολλοί γονείς φοβούνται τα χειρότερα και προσπαθούν να ανακαλύψουν στα παιδιά τους τα «σημάδια» γι’ αυτό που πρόκειται να συμβεί. Προσπαθούν να μαντέψουν, να προβλέψουν, να προετοιμαστούν, για να αποφύγουν την «αρρώστεια». Η εφηβεία όμως είναι αλλαγή, δεν είναι αρρώστεια έστω κι αν μερικές φορές μοιάζει σαν τέτοια. Έστω κι να θυμίζει αρρώστεια το γεγονός ότι σαν γονείς πολλές φορές κατά την διάρκεια της εφηβείας των παιδιών μας νιώθουμε ότι στεκόμαστε άπραγοι χωρίς να μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να απαλύνουμε αυτό που τους συμβαίνει.
Παρόλα αυτά όμως ο υπερβολικός φόβος και η «παρατήρηση» προς αναζήτηση ανησυχητικών «σημαδιών» εφηβείας στα παιδιά δεν βοηθάει την κατάσταση.
Όποιος φοβάται ξεχνάει πολλές φορές να αντιδράσει και όποιος παρατηρεί, ξεχνάει να ακούσει και να επικοινωνήσει. Και όποιος περιμένει να ανακαλύψει συγκεκριμένα «σημάδια» μπορεί να βγάζει βιαστικά συμπεράσματα και να βλέπει φαντάσματα εκεί που δεν υπάρχουν.
Η επικοινωνία όμως, ομολογουμένως δύσκολη και γεμάτη εμπόδια πολλές φορές είναι αναγκαία (αν και διαφορετικού είδους) κατά την εφηβεία σχεδόν όσο και κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του παιδιού.
Τι μπορούν όμως να κάνουν οι γονείς απέναντι σ’ αυτούς τους συχνά τόσο δυσπρόσιτους έφηβους που άλλοτε αποτραβιούνται στη σιωπή τους και απομονώνονται και άλλοτε εξεγείρονται με τεράστια ορμή στην παραμικρή παρατήρηση που τους γίνεται; Ας δούμε μία- μία μερικές από τις πιο δύσκολες «στιγμές» της επικοινωνίας με έναν (μία) έφηβο(η).
-«Και ξαφνικά, άρχισε να μου μιλάει άσχημα..» Στην προεφηβεία συνήθως, εκεί γύρω στα 11 με 12, αρκετά παιδιά αρχίζουν, διστακτικά στην αρχή και πιο έντονα καθώς μεγαλώνουν, να μιλάνε άσχημα στους γονείς τους, κυρίως βέβαια όταν θυμώσουν, συγκρουστούν, νευριάσουν. Ιδιαίτερα όταν αυτή η συμπεριφορά πρωτοεμφανίζεται, τα παιδιά τρομάζουν και τα ίδια με το θράσος τους, γιατί όσο θυμωμένα κι αν είναι με τους γονείς τους, δεν παύουν να είναι γι’ αυτά οι πιο σημαντικοί άνθρωποι. Σε καμία περίπτωση η συμπεριφορά αυτή δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί με χαλαρότητα και να επιτραπεί με το σκεπτικό «ας κάνουμε ότι δεν ακούμε, δεν το εννοεί». Οι έφηβοι έχουν ανάγκη από όρια και ζητάνε από μας να τους δείξουμε ότι περιμένουμε να μας σέβονται όπως τους σεβόμαστε κι εμείς (που είναι επίσης απαραίτητο). Κοφτά και χωρίς ενδοιασμούς, αλλά και χωρίς μακροσκελή κηρύγματα, υπερβολές και δαιμονοποιήσεις πρέπει να τους δείξουμε ότι δεν ανεχόμαστε αυτή τη συμπεριφορά.
-«Ρωτάω και δεν παίρνω απάντηση» Ένα δύσκολο παιχνίδι επικοινωνίας με τους εφήβους είναι αυτό της «σωστής απόστασης». Οι έφηβοι έχουν ανάγκη από περισσότερο ιδιωτικό χώρο ο οποίος μάλιστα έχει μια ιερότητα που δεν υπάρχει σε άλλες ηλικίες. Έτσι, οι ερωτήσεις των γονιών εκλαμβάνονται συχνά σαν ανεπιθύμητες εισβολές στον ιδιωτικό αυτό χώρο. Σαν γονείς πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε πια να ξέρουμε όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή τους με κάθε λεπτομέρεια. Δεν πρέπει όμως να αφήσουμε να μας επιβληθεί η σιωπή σαν νόμος. Έστω για πρακτικά θέματα, όπως το τι ώρα θα γυρίσει, πού θα βρίσκεται αν αργήσει το βράδυ δικαιούμαστε να έχουμε απάντηση.
-«Δεν τολμάμε να μιλήσουμε πια για θέματα όπως το σχολείο και τους βαθμούς, τα ρούχα, την εμφάνιση τους…» Πολλοί έφηβοι, εξαιτίας της ανάγκης τους να ταυτιστούν πλέον περισσότερο με τους συνομηλίκους τους και λιγότερο με την οικογένεια τους ντύνονται άλλοτε προκλητικά, άλλοτε ατημέλητα, άλλοτε εκκεντρικά.
Φυσικά οι γονείς δεν μπορούν να περιμένουν να ντύνεται όπως θα άρεσε σ’ αυτούς αλλά φυσικά δεν απαγορεύεται να πουν την άποψη τους για την εμφάνιση του παιδιού τους ειδικά όταν αυτή είναι κραυγαλέα: Ένα παιδί που κυκλοφορεί σχεδόν μεταμφιεσμένο θα ένιωθε σαν να μην το βλέπουν αν οι δικοί του δεν έλεγαν τίποτε για την αμφίεση του. Όσον αφορά το σχολείο και τους βαθμούς, όσο κι αν διαμαρτύρονται, οι έφηβοι έχουν ανάγκη να νιώθουν ότι οι γονείς τους ενδιαφέρονται, ότι ανησυχούν και συζητούν μαζί τους τυχόν δυσκολίες και ψάχνουν να βρουν τρόπους αντιμετώπισης των δυσκολιών αυτών.
-«Όλα τα κάνω στραβά, δέχομαι κριτική για τα πάντα» Κατά την εφηβεία των παιδιών τους οι γονείς εκθρονίζονται. Αυτοί που ήξεραν και μπορούσαν τα πάντα, που ήταν οι καλύτεροι, οι εξυπνότεροι και οι ομορφότεροι γίνονται ξαφνικά αντικείμενα αυστηρότατης κριτικής και ανελέητης αμφισβήτησης, κάτι που δεν είναι ούτε ευχάριστο ούτε ανώδυνο γι’ αυτούς. Εδώ καλούμαστε να δείξουμε αυτοπεποίθηση. Αντί να αμυνόμαστε με οργή ή αντίθετα να προσπαθούμε να κάνουμε τα πάντα για να τους γίνουμε περισσότερο αρεστοί, έχουμε μια ευκαιρία να τους δείξουμε ότι μπορείς να έχεις διαφορετικές απόψεις και παρόλα αυτά να συζητάς και να εκτιμάς τον άλλο.
-« Αισθάνεται συνέχεια ή τουλάχιστον έτσι λέει, ότι δεν τον (την) καταλαβαίνουμε…» Ένα από τα πράγματα που μοιραία περνάει ο κάθε έφηβος και από το οποίο, παρά τις όποιες καλές μας προθέσεις δεν μπορούμε να τον απαλλάξουμε, είναι η αίσθηση ότι δεν τον καταλαβαίνει κανείς και πολύ λιγότερο οι γονείς του. Ο ίδιος είναι που δεν καταλαβαίνει τον εαυτό του γιατί όσα αντιλαμβάνεται και όσα νιώθει φάσκουν και αντιφάσκουν. Ας προσπαθήσουμε να μην παριστάνουμε ότι καταλαβαίνουμε γιατί «έτσι ακριβώς ήμουν κι εγώ». Στην εφηβεία ένα παιδί θέλει να μοιάζει όσο το δυνατόν λιγότερο στους γονείς του και δεν το καθησυχάζουμε επαναλαμβάνοντας του πόσο πολύ μας μοιάζει. Αρκεί να του δείχνουμε ότι κάνουμε προσπάθεια να καταλάβουμε τα δικά του συναισθήματα και ότι δυστυχώς πολλές φορές δεν μας είναι εύκολο αυτό.
-«Είναι σαν να μην υπάρχει στο σπίτι, κλείνεται στο δωμάτιο του (της) κι εξαφανίζεται…» Ο ιδιωτικός χώρος, η προστατευτική σφαίρα που δημιουργεί γύρω του συμβολίζει τον καινούργιο κόσμο που φτιάχνει για τον εαυτό του. Η μουσική του, η επικοινωνία με τους φίλους, το κλείσιμο στο δωμάτιο πρέπει να γίνουν σεβαστά απ’ τους γονείς γιατί ο έφηβος δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτά. Όμως κάποιες κοινές στιγμές πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν, έστω κι αν δυσανασχετεί: π. χ. όταν τρώνε όλοι μαζί πρέπει να παρίσταται (εκτός από εξαιρέσεις όταν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος) και μάλιστα χωρίς τα ακουστικά του mp3 στ’ αυτιά!
Όλα αυτά βέβαια δεν εγγυώνται μία γαλήνια και αρμονική συμβίωση, ιδιαίτερα με έναν (μία) επαναστατημένο(η) έφηβο(η). Ούτε εξασφαλίζουν ότι θα είμαστε οι τέλειοι γονείς για τους εφήβους μας. Άλλωστε αυτό είναι το τελευταίο που έχουν ανάγκη: εφηβεία και τελειότητα είναι έννοιες διαμετρικά αντίθετες. Εξάλλου αν είμαστε τέλειοι πώς θα καταφέρουν να αποκοπούν από μας;
Μπορεί όμως να είναι μια μικρή βοήθεια για να διατηρήσουμε μέσα σ’ αυτή την ταραγμένη περίοδο που περνάει η σχέση μας με τα έφηβα παιδιά μας μερικές πόρτες ανοιχτές που να κρατούν ζωντανή την επικοινωνία ακόμη και σε στιγμές κρίσης. Κι αν κάποιες φορές αισθανόμαστε να μην ξέρουμε πια αυτό το απρόσιτο πλάσμα που έχουμε απέναντι μας που δεν μοιάζει καθόλου με το αγαπημένο μας μικρό παιδί και να χάνουμε τη μπάλα τότε δεν έχουμε παρά να κάνουμε αυτό που κάναμε συχνά όταν ήταν μωρό: να πάμε πάνω απ’ το κρεβάτι του το βράδυ και να το κοιτάξουμε καθώς κοιμάται. Δεν έχει ακόμη κάτι απ’ το αγγελικό πρόσωπο που είχε και τότε;
Η επικοινωνία με τους εφήβους είναι τόσο δύσκολη γιατί οι έφηβοι είναι διχασμένοι: απ’ τη μια νιώθουν ότι θέλουν να στείλουν στο φεγγάρι τους γονείς τους κι απ’ την άλλη έχουν τεράστια ανάγκη από τη σταθερότητα που αυτοί τους παρέχουν, ακριβώς επειδή οι ίδιοι αισθάνονται «τη γη να τρέμει κάτω απ’ τα πόδια τους».
Όποιο λοιπόν κι αν είναι το παιδαγωγικό μας «ύφος», αυστηρό ή επιεικές, φιλικό ή αυταρχικό, αυτό που έχει σημασία είναι να είμαστε όσο μπορούμε πιο σταθεροί και σίγουροι απέναντι τους: σχετικά μ’ αυτά που περιμένουμε, που απορρίπτουμε, που επιθυμούμε, που χαιρόμαστε σ’ αυτούς.
Τα συμβάντα των τελευταίων μηνών (Δεκέμβριος 2008), με πρωταγωνιστές -μεταξύ πολλών άλλων βέβαια- και αρκετούς οργισμένους εφήβους δίνουν την αίσθηση αδιεξόδου επειδή είναι σαν να μην υπάρχουν καθόλου (και μάλλον δεν υπάρχουν) δίοδοι επικοινωνίας. Και πράγματι, η κοινωνία, αν τη φανταστούμε σαν διευρυμένη οικογένεια, έχει αδιαφορήσει εντελώς για τις πρωταρχικές –κοινωνικές- ανάγκες των νεαρών μελών της: την παροχή πραγματικής αίσθησης ασφάλειας, την διαφύλαξη των ιδιωτικών τους χώρων, τον αλληλοσεβασμό και την ανάληψη ευθύνης και την παροχή ουσιαστικής, χρήσιμης γνώσης που να οδηγεί σε πραγματική πρακτική και διανοητική αυτονομία.
Λουίζα Βογιατζή, Ψυχολόγος