Το 2006 μια έρευνα στην οποία συμμετείχαν μικρά παιδιά, βρήκε ότι τα νήπια ηλικίας 18 μηνών ήταν πρόθυμα να παρέχουν τη βοήθειά τους στους ερευνητές χωρίς να τους έχει ζητηθεί.
Αυτή η έκφραση αλτρουιστικής συμπεριφορά σε τόσο νεαρή ηλικία ευθυγραμμίζεται με αυτό που πίστευαν πολλοί επιστήμονες, ότι δηλαδή αποτελούσε μια έκφραση έμφυτου αλτρουισμού. Μάλιστα, τα ευρήματα αυτά είχαν χρησιμεύσει ως βάση για δεκάδες άλλες έρευνες έκτοτε.
Ωστόσο, ο ψυχολόγος Rodolfo Cortes Barragan από το πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και η καθηγήτρια ψυχολογίας Carol Dweck υποψιάζονταν ότι το ζήτημα δεν ήταν τόσο απλό, αναφέρει δημοσίευμα της Daily Mail.
Για τον λόγο αυτό οι Barragan και Dweck σχεδίασαν ένα νέο πείραμα, στο οποίο συμμετείχαν 34 παιδιά ηλικίας ενός και δύο ετών, τα οποία χώρισαν σε δύο ομάδες.
Στην πρώτη ομάδα ο ερευνητής συνομιλούσε με τα παιδιά ενώ παράλληλα έπαιζε μαζί τους με μια μπάλα. Μετά από μερικά λεπτά έριχνε «κατά λάθος» τη μπάλα στο πάτωμα και παρατηρούσε τη συμπεριφορά τους, αν δηλαδή το κάθε παιδιά θα τον βοηθούσε να τη σηκώσει από το πάτωμα.
Οι ερευνητές παρατήρησαν μια διαφορά στη συμπεριφορά της δεύτερης ομάδας, στην οποία ο ερευνητής και το παιδί έπαιζαν ο καθένας με τη δική του μπάλα ενώ συνομιλούσαν.
Τα παιδιά της πρώτης ομάδας εμφάνιζαν τρεις φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να σηκώσουν τη μπάλα, σε σχέση με αυτά της δεύτερης ομάδας.
Όταν οι επιστήμονες επανέλαβαν το πείραμα με ελαφρώς διαφορετικές συνθήκες με μεγαλύτερης ηλικίας παιδιά, παρατήρησαν ότι τα παιδιά που συμμετείχαν σε ένα αμοιβαίο παιχνίδι είχαν δύο φορές πιθανότητες να παρέχουν βοήθεια.
Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι η αλτρουιστική συμπεριφορά μπορεί να «κυβερνάται» από άλλους παράγοντες και όχι από ένστικτο.
«Οι άνθρωποι συχνά αποκαλούν κάτι ως ‘έμφυτο’, επειδή δεν αντιλαμβάνονται τις λεπτές εμπειρίες που μπορεί να επηρεάσουν την έκφραση συμπεριφορών, όπως ο αλτρουισμός.. Ο Rodolfo ανακάλυψε ότι μια πραγματικά λεπτή εμπειρία έχει πολύ ισχυρή επιρροή» ανέφερε η καθηγήτρια Dweck.
Ένα από τα επιχειρήματα γύρω από τον έμφυτο αλτρουισμό ήταν ότι αποτελούσε μια εξελικτικά ωφέλιμη προσαρμογή – η ενστικτώδης φροντίδα για τους άλλους θα οδηγήσει σε αμοιβαία φροντίδα, βελτιώνοντας τις πιθανότητες επιβίωσης ενός ατόμου.
Η Dweck σχολίασε ακόμη ότι «οι άνθρωποι φημίζονται για την ‘ευελιξία’ τους, δηλαδή την ικανότητά τους να προσαρμόζονται σε νέες καταστάσεις».
Οι ερευνητές τονίζουν ακόμη ότι απαιτείται να γίνουν περαιτέρω μελέτες –ιδιαίτερα σε παιδιά μικρότερα των 18 μηνών- για να επαληθευτούν τα ευρήματά τους.