Σύμφωνα με νέα έρευνα η ύπαρξη μιας φοβίας, μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός πως οι αναμνήσεις μπορούν να περάσουν στις επόμενες γενιές μέσω γενετικών αλλαγών.
Οι επιστήμονες θεωρούν ότι οι αναμνήσεις, τα βιώματα και οι δεξιότητες που συσσωρεύονται κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου μπορεί να μεταλαμπαδευτούν στις επόμενες γενιές είτε μέσω της διδασκαλίας ή μέσω της προσωπικής εμπειρίας.
Μια νέα έρευνα δείχνει ότι πιθανόν κάποιες πληροφορίες να κληρονομούνται γενετικά μέσω χημικών αλλαγών στο γενετικό κώδικα. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας μπορεί να εξηγήσουν γιατί κάποιοι άνθρωποι υποφέρουν από παράλογες φοβίες. Μέρος της εξήγησης μπορεί να βρίσκεται στο ότι έχουν κληρονομήσει εμπειρίες και βιώματα των προγόνων τους. Για παράδειγμα, η αραχνοφοβία κάποιου μπορεί να οφείλεται στο ότι κληρονόμησε τον αμυντικό μηχανισμό ενός προγόνου του που έζησε μια τραυματική εμπειρία με ένα αραχνοειδές.
Ο Δρ. Brian Dias συνεργάτης του τμήματος ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Emory επιβεβαιώνει το ενδιαφέρον των επιστημόνων να διερευνήσουν την επίδραση των εμπειριών των προγόνων στη συμπεριφορά μας ως ενήλικες και συμπληρώνει: «τα αποτελέσματα της έρευνάς μας, μας επιτρέπουν να βγάλουμε συμπεράσματα για το πώς οι εμπειρίες των γονέων μπορούν να επηρεάσουν τη δομή και τη λειτουργία του νευρικού συστήματος των παιδιών τους πριν ακόμα γεννηθούν. Αυτό το φαινόμενο που ερευνούμε, ενδέχεται να μας διευκολύνει να εντοπίσουμε την αιτιολογία και το βαθμό επικινδυνότητας της διαγενεακής μετάδοσης νευροψυχιατρικών διαταραχών όπως οι φοβίες, το άγχος και οι μετατραυματικές διαταραχές».
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τη μέθοδο των ηλεκτροσόκ για να εκπαιδεύσουν ποντίκια να νιώθουν φόβο μόλις μυρίσουν άνθη κερασιάς και στη συνέχεια τους επέτρεψαν να αναπαραχθούν. Οι απόγονοί τους είχαν φοβικές αντιδράσεις όταν εκτέθηκαν στη μυρωδιά των ανθέων κερασιάς παρ’ όλο που δεν είχαν εκτεθεί σε αυτή νωρίτερα. Η επόμενη γενιά επέδειξε την ίδια συμπεριφορά και η αντίδραση στη μυρωδιά των ανθέων της κερασιάς συνεχίστηκε ακόμα και όταν οι απόγονοι προήλθαν από τεχνητή γονιμοποίηση. Οι ερευνητές ανακάλυψαν πως οι εγκέφαλοι των εκπαιδευμένων ποντικιών και των απογόνων τους παρουσίασαν δομικές αλλαγές στο σημείο του εγκεφάλου που χρησιμοποιούσαν για να εντοπίσουν τη μυρωδιά.
Επιπλέον, ο γενετικός κώδικας των ζώων είχε υποστεί χημικές αλλαγές στο γονίδιο (επιγενετική μεθυλίωση) που ήταν υπεύθυνο για τον εντοπισμό της μυρωδιάς. Τα αποτελέσματα αυτά ώθησαν τους ερευνητές να διατυπώσουν την πρόταση ότι οι εμπειρίες με κάποιο τρόπο μεταφέρονται στο γονιδίωμα των επόμενων γενεών. Στόχος τους είναι να διεξάγουν νέες έρευνες ώστε να κατανοήσουν πώς αποθηκεύεται η πληροφορίαστο γενετικό κώδικα και να εξετάσουν αν υπάρχουν παρόμοιες επιδράσεις στα ανθρώπινα γονίδια.
Ο γενετιστής- παιδίατρος Marcus Pembrey στο University College του Λονδίνου υποστηρίζει πως η παραπάνω έρευνα αποτελεί απόδειξη της βιολογικής μεταφοράς της μνήμης και συμπληρώνει ότι: «η έρευνα εξερευνά τη σωματική έκφραση του φόβου που συνδέεται σαφώς με τις φοβίες, το άγχος και τις μετατραυματικές διαταραχές και πώς αυτά σχετίζονται με τη μετάδοση βιωμάτων κι εμπειριών από γενιά σε γενιά. Είναι καιρός να ενδιαφερθούν οι ερευνητές στου τομείς της δημόσιας υγείας για τις διαγενεακές επιδράσεις, καθώς αυτές μπορεί να αποτελούν το «κλειδί» για να κατανοήσουμε την αύξηση των νευροψυχιατρικών και μεταβολικών διαταραχών ή της παχυσαρκίας και του διαβήτη».
Ο καθηγητής Wolf Reik, επικεφαλής του τμήματος της Επιγενετικής στο Ινστιτούτο Babraham του Cambridge, επισημαίνει ότι θα χρειαστεί πολύ δουλειά για να διαπιστώσουμε αν τα αποτελέσματα της παραπάνω έρευνας ισχύουν και στους ανθρώπους και συμπληρώνει: «τα ευρήματα της αρχικής έρευνας είναι σίγουρα ενθαρρυντικά γιατίαποτελούν ενδείξεις ότι η κληρονομικότητα επηρεάζεται από την επιγενετική αλλά χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση προκειμένου να δούμε αν η θεωρία βρίσκει εφαρμογή και στους ανθρώπους».
Ωστόσο, ακόμα μια έρευνα σε ποντίκια δείχνει ότι η ικανότητά τους να θυμούνται μπορεί να επηρεαστεί από την παρουσία ή την απουσία ανοσοποιητικών παραγόντων στο μητρικό γάλα. Ο Δρ. Miklos Toth, από την ιατρική σχολή του πανεπιστημίου Weil Cornell βρήκε ότι χημικές ενώσεις που βρίσκονται στο μητρικό γάλα προκαλούν μεταβολές στον εγκέφαλο των βρεφών επηρεάζοντας τη μνήμη τους καθώς μεγαλώνουν.