Ο διαβήτης τύπου Ι σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης διαφόρων μορφών καρκίνου, περιλαμβανομένου του στομάχου, του ήπατος, του παγκρέατος, του ενδομητρίου, των ωοθηκών και των νεφρών, ενώ παράλληλα μειωμένος είναι κίνδυνος άλλων καρκίνων, όπως του προστάτη και του μαστού.
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε διεθνής επιστημονική ομάδα μετά απόμελέτη στοιχείων που αφορούσαν πέντε χώρες και την οποία δημοσίευσε στο επιστημονικό έντυπο Diabetologia.
Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι τα άτομα διαβήτη έχουν 20%-25% αυξημένη συχνότητα καρκίνου, συγκριτικά με μη πάσχοντες από διαβήτη. Ωστόσο, τα περισσότερα στοιχεία αφορούσαν άτομα με διαβήτη τύπου ΙΙ, αφού αποτελούν το 90% σχεδόν των ασθενών με διαβήτη.
Στη νέα μελέτη ερευνητές από το Κέντρο Διαβήτη της Δανίας και το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου στη Μ. Βρετανία, ανέλυσαν στοιχεία για περισσότερες από 9.000 περιπτώσεις καρκίνου σε άτομα με διαβήτη τύπου Ι που είχαν διαγνωστεί σε πέντε χώρες, βάσει των εθνικών διαβητολογικών αρχείων τη Αυστραλίας, της Δανίας, της Φινλανδίας, της Σκοτίας και της Σουηδίας.
Τα παραπάνω στοιχεία συσχετίστηκαν με εθνικά αρχεία για τον καρκίνο, ώστε να εντοπιστεί η συχνότητα του καρκίνου σε πάσχοντες από διαβήτη τύπου Ι, συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό.
Η επεξεργασία των δεδομένων αποκάλυψε ότι δεν υπάρχει γενικά αυξημένος κίνδυνος καρκίνου μεταξύ των ανδρών με διαβήτη τύπου Ι, ενώ στις γυναίκες με διαβήτη καταγράφηκε αύξηση κατά 7%. Ο ουδέτερος κίνδυνος καρκίνου στους άνδρες αποδιδόταν κατά κύριο λόγο στην κατά 44% μειωμένη συχνότητα του καρκίνου του προστάτη. Όταν οι ερευνητές εξαίρεσαν τα στοιχεία για τους καρκίνους του φύλου (προστάτη, όρχεων, μαστού, μήτρας, ενδομητρίου και ωοθηκών) τότε προέκυψε επιπλέον κίνδυνο καρκίνου κατά 15% στους άνδρες και κατά 17% στις γυναίκες με διαβήτη.
Αναφορικά με συγκεκριμένους καρκίνους στους πάσχοντες από διαβήτη, εντοπίστηκε αυξημένος κίνδυνος καρκίνου του στομάχου (23% στους άνδρες και 78% στις γυναίκες), ήπατος (διπλάσιος στους άνδρες και 55% στις γυναίκες), παγκρέατος (53% στους άνδρες και 25% στις γυναίκες), ενδομητρίου (42%) και νεφρού (30% στους άνδρες και 47% στις γυναίκες). Αντιθέτως, οι γυναίκες με διαβήτη τύπου Ι ήταν 10% λιγότερο πιθανόν να διαγνωστούν με καρκίνο μαστού.
Επίσης, διαπιστώθηκε ότι η συχνότητα του καρκίνου ήταν υψηλότερη αμέσως μετά τη διάγνωση του διαβήτη, τόσο στους άνδρες, όσο και στις γυναίκες (2,3 φορές) κατά τον πρώτο χρόνο. Η συχνότητα του καρκίνου μειωνόταν τελικά στο επίπεδο του γενικού πληθυσμού μετά από περίπου 20 χρόνια με διαβήτη στους άνδρες, αλλά μετά από μόλις πέντε χρόνια στις γυναίκες.
Οι ερευνητές εξηγούν ότι η αυξημένη συχνότητα του καρκίνου αμέσως μετά τη διάγνωση του διαβήτη τύπου Ι αποδίδεται στο γεγονός του εντοπισμού προ-καρκινικών αλλοιώσεων το διάστημα που οι ασθενείς τυγχάνουν μεγάλης ιατρικής προσοχής λόγω του διαβήτη.
Σε ότι αφορά την μικρότερη συχνότητα του καρκίνου στα άτομα με διαβήτη τύπου Ι που έρχεται σε αντίθεση με προηγούμενα ευρήματα σε άτομα με τύπου ΙΙ, υποστηρίζουν ότι είναι απόδειξη ότι η ινσουλινοθεραπεία δεν συντελεί σε αυξημένο κίνδυνο διαβήτη. Διότι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε θα αναμενόταν υψηλότερη συχνότητα καρκίνου στα άτομα με διαβήτη τύπου Ι, αφού όλα κάνουν αγωγή με ινσουλίνη, εν αντιθέσει με μικρή αναλογία πασχόντων από διαβήτη τύπου ΙΙ.