Το νέο φάρμακο, που μπορεί να καταπολεμήσει το άσθμα είναι το Fevipiprant, το οποίο βρίσκεται υπό κλινική έρευνα κι αξιολόγηση ακόμη, αλλά είναι ένα ελπιδοφόρο φάρμακο, αναμφισβήτητα.
Η ανάπτυξη του νέου φαρμάκου, του Fevipiprant, όπως γράφει ο Guardian θα δώσει την ευκαιρία στους μισούς από όσους παρουσιάζουν τα πιο σοβαρά συμπτώματα να λαμβάνουν απλώς ένα χάπι δυο φορές την ημέρα, αντί να βασίζονται στις παλαιότερες μεθόδους. Από τη νέα θεραπεία θα μπορούσαν επίσης να ωφεληθούν και ασθενείς που έχουν πιο ήπια συμπτώματα.
Οι ειδικοί που επέβλεψαν την τελευταία κλινική μελέτη του φαρμάκου υποστηρίζουν ότι θα μπορούσε να μειώσει στο μισό τον κίνδυνο να παρουσιάσουν οι ασθενείς μια κρίση και να χρειαστεί να εισαχθούν σε νοσοκομείο για νοσηλεία.
«Αυτό το νέο φάρμακο θα μπορούσε να αλλάξει το παιχνίδια για τη μελλοντική θεραπεία του άσθματος», εξήγησε ο Κρις Μπράιτλινγκ, ο ερευνητής και καθηγητής πνευμονολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λέστερ που ήταν επικεφαλής της μελέτης. «Είμαι ενθουσιασμένος από το πόσο αποτελεσματικό θα μπορούσε να είναι και για τη δυνατότητά του να μειώσει την ανάγκη να λαμβάνουν οι ασθενείς στεροειδή. Οι άνθρωποι αυτοί θα μπορούσαν να σταματήσουν αυτά τα φάρμακα, κάτι που θα έκανε μεγάλη διαφορά για αυτούς», εξήγησε.
Η χορήγηση του Fevipiprant, στην κλινική μελέτη, οδήγησε σε σημαντικό περιορισμό των συμπτωμάτων του άσθματος, σε βελτίωση της πνευμονικής λειτουργίας και σε μείωση των πνευμονικών λοιμώξεων.
Σύμφωνα με τον Μπράιτλινγκ, εάν οι επόμενες μελέτες επιβεβαιώσουν τις δυνατότητες του νέου φαρμάκου, το Fevipiprant θα μπορούσε να κυκλοφορήσει στην αγορά «σε περισσότερα από δύο αλλά σε λιγότερα από τρία χρόνια».
Η κλινική δοκιμή που έγινε στο Λέστερ, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Lancet, χρηματοδοτήθηκε από κοινού από το Εθνικό Ινστιτούτο Ερευνών Υγείας της Βρετανίας, την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ελβετική φαρμακευτική εταιρεία Novartis, την κατασκευάστρια του Fevipiprant. Στη μελέτη αυτή συμμετείχαν 61 ασθενείς όμως σύμφωνα με την εφημερίδα ο Μπράιτλινγκ έχει ξεκινήσει άλλη μία κλινική δοκιμή με τη συμμετοχή 850 ασθενών (τα αποτελέσματά της δεν αναμένεται να γίνουν γνωστά πριν το 2018) ενώ σχεδιάζονται και άλλες μελέτες για την αποτελεσματικότητα και τις ενδεχόμενες παρενέργειες του φαρμάκου.