Ο καθηγητής Ηλίας Μόσιαλος, τόνισε πώς δεν υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση στη δυνατότητα εξουδετέρωσης των παραλλαγμένων ιών από το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας μελέτης ερευνητών του Πανεπιστημίου του Τέξας, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νature Medicine» και αφορά την προστασία που παρέχει το συγκεκριμένο εμβόλιο απέναντι στις δύο νέες παραλλαγές του κορονοϊου.
Η μελέτη, συνεχίζει ο κ. Μόσιαλος, ασχολήθηκε με μεταλλάξεις και αλλαγές που εμφανίζονται στη βρετανική και στη νοτιοαφρικανική παραλλαγή. Χρησιμοποιήθηκαν 20 κλινικά δείγματα αίματος από πρώην εμβολιασθέντες με το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech έναντι στο αρχικό στέλεχος του ιού, για να διαπιστώσουν εάν τα αντισώματα στο αίμα που δημιουργήθηκαν ως ανοσοαπόκριση στο αρχικό στέλεχος, «προστατεύουν» και από τις αλλαγές.
Eίναι η πρώτη δημοσιευμένη μελέτη που δείχνει πως το εμβόλιο της Pfizer προσφέρει προστασία και στις νέες παραλλαγές. Όμως, η μελέτη είναι εργαστηριακή, δεν πρόκειται δηλαδή για ασθενείς που «κόλλησαν» τις παραλλαγές μετά τον εμβολιασμό. Επίσης, η μελέτη έχει περιορισμούς, καθώς δεν αναλύθηκαν όλες οι πιθανές αλλαγές του ιού σε αυτές τις δύο παραλλαγές και το δείγμα μελέτης δεν ήταν πολύ μεγάλο. Ακόμη, δεν υπάρχει ακριβής συσχετισμός της προστασίας έναντι της Covid-19 με τα αντισώματα που κυκλοφορούν στο αίμα (γιατί υπάρχει και η κυτταρική ανοσία μετά τη λοίμωξη ή τον εμβολιασμό).
Απαιτούνται δηλαδή, σημειώνει ο καθηγητής, περισσότερα δεδομένα – όπως από κλινικές δοκιμές- «για να εξάγουμε ισχυρά συμπεράσματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα του εμβολίου έναντι των παραλλαγών του ιού. Ξέρουμε ήδη από τους πρώτους εμβολιασμούς στο Ισραήλ πως δεν υπήρχε διαφοροποίηση στην αποτελεσματικότητα του εμβολίου σε όσους κόλλησαν το αρχικό στέλεχος ή τη βρετανική παραλλαγή (πριν αποκτήσουν ακόμα προστασία από το εμβόλιο).
Και θα περιμένουμε και για περισσότερα αποτελέσματα για την νοτιοαφρικανική παραλλαγή. Είναι πολύ σημαντικό να γίνονται τέτοιες εργαστηριακές μελέτες όμως. Χρειάζεται συνεχής παρακολούθηση των αλλαγών του SARS-CoV-2 και της πιθανής κλινικής σημασίας τους για τη διατήρηση της προστασίας από τα επί του παρόντος εγκεκριμένα εμβόλια.