«Στην Ελλάδα το μόνο που κάνουμε τα τελευταία χρόνια είναι να καταγράφουμε και να επισημαίνουμε το πρόβλημα, χωρίς περαιτέρω συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπισή του» ανέφερε ο καθηγητής Παθολογίας, Αθανάσιος Σκουτέλης, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, με αφορμή το 15ο Πανελλήνιο Συνέδριο Λοιμώξεων, που πραγματοποιείται από τις 6 έως τις 8 Μαρτίου στην Αθήνα.
Από την πλευρά του, ο Άγγελος Πεφάνης, παθολόγος-λοιμωξιολόγος, τονίζει ότι η σχετική νομοθεσία για τον έλεγχο των λοιμώξεων υπάρχει, και μάλιστα για τα νοσοκομεία αποτελεί ποιοτικό κριτήριο αξιολόγησης των διοικητών, ωστόσο, πρακτικά οι διοικητές δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικοί, τη στιγμή που έχουν δύο νοσηλεύτριες για 40 ασθενείς, και δεν μπορούν να κάνουν προσλήψεις.
Οι εκπρόσωποι της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων επισήμαναν ότι το μεγάλο πρόβλημα είναι ο έλεγχος των λοιμώξεων στην κοινότητα.
Αναφερόμενος στη φυματίωση, ο κ. Πεφάνης είπε ότι αποτελεί πολύ σοβαρό πρόβλημα δημόσιας Υγείας, ωστόσο η αδυναμία τού συστήματος να απομονώσει, να θεραπεύσει και να παρακολουθήσει αποτελεσματικά τα άτομα αυτά, δεδομένης μάλιστα και της εξαιρετικά υψηλής μεταδοτικότητας της φυματίωσης, τα καθιστούν «κινούμενες βόμβες» για τη δημόσια Υγεία.
Υπάρχουν περιπτώσεις ασθενών που φεύγουν από τα νοσοκομεία πριν ολοκληρωθεί η θεραπεία τους και πριν λάβουν οδηγίες από τους θεράποντες γιατρούς. «Δεν μπορείς να κρατήσεις κανέναν με το ζόρι», ανέφερε ο κ. Σκουτέλης, τονίζοντας την έλλειψη ειδικών χώρων για την «απομόνωση» των συγκεκριμένων ασθενών, αλλά και περαιτέρω ελέγχου.
Το πρόβλημα, σύμφωνα με τους επιστήμονες, εντοπίζεται στο να διαγνωστεί κάποιος ότι έχει φυματίωση και σε επόμενη φάση να λαμβάνει συστηματικά την αγωγή του, καθώς μετά από κάποιο χρονικό διάστημα με τα νέα αντιφυματικά φάρμακα παύει να είναι μεταδοτικός.
Στο συνέδριο, στο οποίο θα συμμετάσχουν κορυφαίοι επιστήμονες από την Ελλάδα και το εξωτερικό, θα γίνουν αναφορές και στα επιστημονικά επιτεύγματα, όπως αυτά που σημειώνονται τον τελευταίο χρόνο στο θέμα της θεραπείας της χρόνιας ηπατίτιδας C, τα οποία οι επιστήμονες χαρακτήρισαν «πρωτόγνωρα και καταιγιστικά».
Οι καινούργιες θεραπείες είναι πόσιμες, είναι ασφαλείς και παρουσιάζουν αποτελεσματικότητα που σε μερικές περιπτώσεις φτάνει σχεδόν το 100%.