Ο καρκίνος σήμερα καταπολεμάται αλλά οι έφηβοι και οι νέοι ενήλικοι που πάσχουν από οκτώ σχετικά συνηθισμένα είδη καρκίνου, συνεχίζουν να έχουν λιγότερες πιθανότητες επιβίωσης από ό,τι τα παιδιά με τις ίδιες ασθένειες, σύμφωνα με μια νέα ευρωπαϊκή επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό ογκολογίας “Lancet Oncology”, ανέλυσαν -στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης έρευνας EUROCARE- στοιχεία για 27 ευρωπαϊκές χώρες και εκτίμησαν το ποσοστό επιβίωσης μια πενταετία μετά τη διάγνωση του καρκίνου, ανάλογα με τις ηλικιακές ομάδες (παιδιά 0-14 ετών, έφηβοι-νέοι 15-39 ετών, ενήλικες 40-69 ετών).
Συνολικά, αναλύθηκαν περίπου 57.000 περιστατικά καρκίνου σε παιδιά, 313.000 σε εφήβους-νέους και 357.000 σε ενηλίκους. Διαπιστώθηκε ότι, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα είδη καρκίνου, η μέση επιβίωση μετά από πενταετία φθάνει το 82% στους εφήβους-νέους και το 79% στα παιδιά, σύμφωναμ ε το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Όμως για μερικά είδη καρκίνου, όπως η λευχαιμία, η επιβίωση των εφήβων-νέων είναι πολύ χειρότερη από ό,τι των παιδιών καρκινοπαθών. Έτσι στην οξεία λεμφική λευχαιμία τα ποσοστά επιβίωσης για εφήβους-νέους και παιδιά είναι 56% και 86% αντίστοιχα, ενώ για την οξεία μυελογενή λευχαιμία 50% και 61%.
Αποκλίσεις σε βάρος των εφήβων-νέων έναντι των παιδιών παρατηρούνται επίσης στο λέμφωμα Χότζκιν (93% έναντι 95%), στο λέμφωμα μη-Χότζκιν (77% έναντι 83%), στον αστροκύττωμα-είδος καρκίνου του εγκεφάλου (46% έναντι 62%), στο σάρκωμα Ewing των οστών (49% έναντι 67%), στο ραβδομυοσάρκωμα (38% έναντι 67%) και στο οστεοσάρκωμα-είδος καρκίνου των οστών (62% έναντι 67%).
«Το καλό νέο είναι ότι ο αριθμός των παιδιών, εφήβων και νέων ενηλίκων που ζουν τουλάχιστον πέντε χρόνια μετά τη διάγνωση, έχει αυξηθεί σταθερά στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια. Όμως βρήκαμε ότι οι έφηβοι και νέοι εξακολουθούν να πεθαίνουν νωρίτερα από τα παιδιά σε αρκετούς καρκίνους κοινούς σε αυτές τις ηλικίες, ιδίως του αίματος» δήλωσε η δρ Τράμα.
Το ερώτημα για τους επιστήμονες είναι αν οι έφηβοι και οι νέοι τα πάνε χειρότερα, επειδή ο καρκίνος τους αντιμετωπίζεται λιγότερο αποτελεσματικά από τους γιατρούς ή επειδή στην ηλικία τους έχουν διαφορετική βιολογία από ό,τι τα παιδιά.