Μια έρευνα αναφέρει πώς για τουλάχιστον επτά εβδομάδες μετά τη διάγνωση της λοίμωξης θα πρέπει να καθυστερούν οι χειρουργικές επεμβάσεις σε ασθενείς που έχουν Covid-19.
Για τουλάχιστον επτά εβδομάδες μετά τη διάγνωση της λοίμωξης θα πρέπει να καθυστερούν οι χειρουργικές επεμβάσεις σε ασθενείς που έχουν Covid-19, εφόσον αυτό είναι δυνατό, ιδίως εάν οι ασθενείς συνεχίζουν να έχουν συμπτώματα κορονοϊού, επειδή μία επέμβαση σε ασθενή με Covid-19 έχει αυξημένο κίνδυνο να αποβεί θανατηφόρα, σύμφωνα με νέα διεθνή επιστημονική μελέτη.
Η έρευνα επιβεβαιώνει ότι ένα χειρουργείο σε ασθενή με κορονοϊό αυξάνει τον κίνδυνο μετεγχειρητικού θανάτου, γι’ αυτό πρέπει να αποφεύγεται στο μέτρο του εφικτού, όπως υπογραμμίζει το ΑΜΠΕ.
Οι ερευνητές των διεθνών χειρουργικών επιστημονικών ομάδων COVIDSurg Collaborative και GlobalSurg Collaborative, που έκαναν τη δημοσίευση στο περιοδικό Αναισθησιολογίας «Anaesthesia», σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, ανέλυσαν στοιχεία για 140.231 χειρουργικές επεμβάσεις που έγιναν σε 116 χώρες, εκ των οποίων οι 3.127 (ποσοστό 2,2%) σε ασθενείς που παράλληλα είχαν Covid-19.
Διαπιστώθηκε ότι 30 ημέρες μετά το χειρουργείο η θνητότητα ήταν 1,4% στους ασθενείς χωρίς Covid-19, 9,1% στους ασθενείς που είχαν διαγνωστεί με κορονοϊό μέσα στις δύο προηγούμενες εβδομάδες από την επέμβαση, 6,9% σε όσους είχαν διάγνωση Covid-19 τρεις έως τέσσερις εβδομάδες πριν το χειρουργείο, 5,5% όταν η επέμβαση έγινε πέντε έως έξι εβδομάδες μετά τη διάγνωση Covid-19 και 2% όταν είχαν περάσει επτά εβδομάδες από την αρχική λοίμωξη. Όμως, για τους ασθενείς με επίμονα συμπτώματα («μακρά Covid-19») η θνητότητα ήταν 6% έναν μήνα μετά την επέμβαση, ακόμη κι αν είχε μεσολαβήσει απόσταση επτά εβδομάδων από τη διάγνωση της Covid-19.
Κάνοντας τις αναγκαίες προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες κινδύνου σε μία επέμβαση, η νέα μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πιθανότητες θανάτου είναι περίπου τετραπλάσιες στους ασθενείς που εγχειρίζονται σε διάστημα έξι εβδομάδων μετά από διάγνωση Covid-19.
Γι’ αυτό, σύμφωνα με τους ερευνητές, «οι ασθενείς με συνεχιζόμενα συμπτώματα τουλάχιστον επί επτά εβδομάδες μετά τη διάγνωση κορονοϊού πιθανώς θα ωφεληθούν από μία περαιτέρω καθυστέρηση».