Η υπνοβασία είναι μια αρκετά συνηθισμένη παιδική διαταραχή του ύπνου, η οποία συνήθως εξαφανίζεται κατά την εφηβεία, αν και μερικές φορές επιμένει -ή εμφανίζεται- μετά την ενηλικίωση.
Η υπνοβασία, μαζί με το νυχτερινό τρόμο (που χαρακτηρίζεται από έντονο φόβο και κραυγές μέσα στη νύχτα), ανήκουν στην κατηγορία των παραϋπνιών. Οι δύο αυτές διαταραχές ύπνου έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά, γι’ αυτό εξετάσθηκαν παράλληλα από τους καναδούς επιστήμονες.
Η έρευνα έδειξε ότι πάνω από τα μισά παιδιά, ηλικίας από ενάμισι έτους έως 13 ετών (το 56%) εμφάνιζαν κάποια στιγμή νυχτερινούς τρόμους. Στην ηλικία του ενάμισι έτους η συχνότητα εμφάνισης της διαταραχής αφορούσε πάνω από το ένα τρίτο των παιδιών (34,4%), ενώ στα 13 έτη το ποσοστό έχει περιορισθεί στο 5,3%.
Όσον αφορά την υπνοβασία, σε ηλικία δυόμισι έως 13 ετών το ποσοστό εμφάνισης στα παιδιά έφτανε το 29,1%. H διαταραχή ήταν σπανιότερη στην προσχολική ηλικία, ενώ στα 10χρονα έφτανε το 13,4%.
Οι ερευνητές παρατήρησαν επίσης ότι, τα παιδιά έως τριών ετών που είχαν νυχτερινούς τρόμους, ήταν πιθανότερο (34,4%) να εμφανίσουν και υπνοβασία έως την ηλικία των πέντε ετών, σε σχέση με τα παιδιά που ποτέ δεν είχαν νυχτερινούς τρόμους (21,7%).
Μάλιστα, όσο πιο έντονο ιστορικό υπνοβασίας υπήρχε στην οικογένεια, τόσο πιο πιθανό ήταν να γίνει υπνοβάτης και το παιδί. Συγκεκριμένα, τα παιδιά, των οποίων ο ένας γονέας ήταν υπνοβάτης, είχαν τριπλάσια πιθανότητα να γίνουν επίσης υπνοβάτες, σε σχέση με τα παιδιά που κανένας γονέας τους δεν υπνοβατούσε. Αν και οι δύο γονείς ήταν υπνοβάτες, τότε ήταν σχεδόν επταπλάσια η πιθανότητα να γίνει και το παιδί υπνοβάτης.
Αν ένα παιδί δεν είχε κανένα γονέα υπνοβάτη, τότε η πιθανότητα να υπνοβατήσει το ίδιο, ήταν 22,5%. Με ένα γονέα υπνοβάτη, η πιθανότητα έφτανε στο 47,4%, ενώ και με τους δύο γονείς υπνοβάτες, στο 61,5%.
«Τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν ότι υπάρχει ισχυρή γενετική επιρροή στην υπνοβασία και, σε μικρότερο βαθμό, στους νυχτερινούς τρόμους», επισημαίνουν οι ερευνητές.