Η κατάθλιψη στην τρίτη ηλικία είναι πολύ σημαντικό να αναγωρίζεται και να θεραπεύεται.
Η επιδείνωση της ποιότητας ζωής, η σημαντική δυσφορία που προκαλεί, καθώς και η λειτουργική έκπτωση που συνοδεύουν την κατάθλιψη, καθιστούν απαραίτητη τη γρήγορη διάγνωση. Επίσης, ο μεγαλύτερος κίνδυνος που εγκυμονεί η κατάθλιψη είναι η αυτοκτονία και η έγκαιρη θεραπεία της κατάθλιψης μειώνει αυτόν τον κίνδυνο.
Αν και πολλοί θεωρούν την κατάθλιψη ως φυσικό επακόλουθο του γήρατος, μόνο το 10-15% των ηλικιωμένων παρουσιάζουν καταθλιπτικά συμπτώματα, ενώ το ποσοστό των ηλικιωμένων που πληροί τα κριτήρια μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου, δεν ξεπερνά το 3%. Ο επιπολασμός της νόσου σε νεότερους ασθενείς είναι παρόμοιος. Υψηλότερος είναι ο επιπολασμός της κατάθλιψης σε συγκεκριμένες ομάδες ηλικιωμένων ατόμων, όπως σε αυτούς που πάσχουν από άνοια ή άλλες χρόνιες νόσους και σε αυτούς που νοσηλεύονται ή διαμένουν σε οίκους ευγηρίας.
Στην περίοδο της τρίτης ηλικίας συμβαίνουν σημαντικές αλλαγές στη ζωή του ατόμου, οι οποίες αποτελούν παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση κατάθλιψης.
Παραδείγματα τέτοιων αλλαγών αποτελούν:
- Χρόνια νοσήματα, ιδιαίτερα όσα προκαλούν χρόνιο πόνο
- Θάνατος κοντινού προσώπου
- Ανεξαρτητοποίηση τέκνων με επακόλουθη την απομόνωση του ατόμου
- Συνταξιοδότηση
- Απώλεια λειτουργικότητας (αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης, οδήγησης κ.λπ.)
- Αλλαγή κατοικίας, ιδιαίτερα η μεταφορά σε οίκο ευγηρίας
- Φροντίδα αγαπημένου προσώπου, συνήθως του συζύγου, το οποίο πάσχει από χρόνια νόσο.
Επίσης, το γυναικείο φύλο, η ανυπαρξία υποστηρικτικού κοινωνικού δικτύου και η κατάσταση χηρείας, διάστασης ή χωρισμού αποτελούν προδιαθεσικούς παράγοντες στην ανάπτυξη κατάθλιψης.
Τα συμπτώματα της κατάθλιψης είναι: αίσθημα θλίψης το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας, έλλειψη ενδιαφέροντος ή άντλησης ευχαρίστησης από δραστηριότητες που προηγουμένως ευχαριστούσαν το άτομο, μείωση της όρεξης για φαγητό (ή σπανιότερα αύξηση), αϋπνία (ή σπανιότερα υπερυπνία), αίσθημα κόπωσης, ενοχές ή αίσθημα απαξίωσης εαυτού, έκπτωση στην προσοχή και τη συγκέντρωση, που συχνά εκλαμβάνονται από το άτομο ή τον περίγυρο ως έκπτωση της μνήμης και αυτοκτονικός ιδεασμός ή επαναλαμβανόμενες σκέψεις θανάτου. Τα παραπάνω πρέπει να προκαλούν έκπτωση από προηγούμενο επίπεδο λειτουργικότητας και πρέπει να είναι παρόντα για τουλάχιστον 2 συνεχόμενες εβδομάδες.
Σε γενικές γραμμές, τα συμπτώματα της κατάθλιψης είναι κοινά σε ηλικιωμένους και νεότερους ασθενείς. Οι ηλικιωμένοι, όμως, συχνά δεν παραπονιούνται για πεσμένη διάθεση, αλλά εκφράζουν σωματικά παράπονα, όπως πόνο και αδυναμία και είναι ευερέθιστοι. Επίσης, το άγχος, που συχνά συνοδεύεται από διαταραγμένη συμπεριφορά, συχνά κυριαρχεί στην κλινική εικόνα σε σχέση με την θλίψη. Τέλος, η κλινική εικόνα της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους μπορεί να μοιάζει με αυτήν της άνοιας, όταν κυριαρχούν τα προβλήματα μνήμης, οι διαταραχές της συγκέντρωσης, η κοινωνική απομόνωση και επεισόδια σύγχυσης και άγχους.
Ειδικές μορφές κατάθλιψης στους ηλικιωμένους
Η δυσθυμία αποτελεί μια μορφή χρόνιας κατάθλιψης, όπου τα καταθλιπτικά συμπτώματα υπάρχουν σε ηπιότερη μορφή για τουλάχιστον 2 χρόνια. Η δυσθυμία μπορεί να περιπλέκεται με μείζονα καταθλιπτικά επεισόδια. Συχνά, η κατάθλιψη στους ηλικιωμένους έχει μια άτυπη μορφή, όπως εξηγήθηκε παραπάνω. Η συγκαλυμμένη αυτή μορφή κατάθλιψης χαρακτηρίζεται από την άρνηση της θλίψης και την παρουσία σωματικών και γνωστικών αιτιάσεων. Μια άλλη μορφή κατάθλιψης είναι η δευτερογενής, στο πλαίσιο κάποιας οργανικής νόσου (αγγειακή κατάθλιψη, κατάθλιψη στο πλαίσιο της άνοιας, της νόσου του Parkinson κ.α.). Τέλος, ορισμένα φάρμακα, που λαμβάνονται συχνά από ηλικιωμένους μπορεί να προκαλέσουν καταθλιπτική συμπτωματολογία (κορτικοστεροειδή, βενζοδιαζεπίνες, β-αναστολείς κ.α.)
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος στην κατάθλιψη είναι η αυτοκτονία. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο καταθλιπτικός ασθενής αισθάνεται έντονη θλίψη, έχει ενοχές, απαξιώνει την αξία της ίδιας του της ύπαρξης. Αισθάνεται συχνά πως θα ήταν καλύτερα να μην ζούσε, να μην αποτελεί βάρος για τους γύρω του και σκέφτεται, σχεδιάζει ή και προσπαθεί να θέσει τέρμα στη ζωή του. Η κατάσταση αυτή αποτελεί ιατρική έκτακτη ανάγκη, η οποία απαιτεί αξιολόγηση από ψυχίατρο, εξειδικευμένους χειρισμούς και συνήθως νοσηλεία.
Δύσκολη η αναγνώριση της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους
Μόνο το 10-20% των ηλικιωμένων ασθενών με κατάθλιψη λαμβάνουν κάποια θεραπεία. Το γεγονός αυτό, φανερώνει την υποδιάγνωση της νόσου και την δυσκολία στην αναγνώριση των συμπτωμάτων της νόσου από τους οικείους των ασθενών, αλλά και από ορισμένους Επαγγελματίες Υγείας. Συχνά, συμπτώματα κατάθλιψης συνυπάρχουν με χρόνιες σωματικές νόσους, οι οποίες θεωρούνται υπεύθυνες για την καταθλιπτική συμπτωματολογία (π.χ. κόπωση, πόνος, αϋπνία, απώλεια βάρους, μείωση της όρεξης). Επίσης, η κατάθλιψη στους ηλικιωμένους συχνά δεν συνοδεύεται από αίσθημα θλίψης και παρουσιάζει άτυπη κλινική εικόνα. Τέλος, η ύπαρξη κατάθλιψης θεωρείται από πολλούς ως φυσικό επακόλουθο της γήρανσης και των μεταβολών που την συνοδεύουν.
Θεραπεία της κατάθλιψης
Σε πολύ μεγάλο ποσοστό η κατάθλιψη ανταποκρίνεται στην φαρμακευτική αγωγή, αλλά και σε μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις.
Η φαρμακευτική αγωγή είναι παρόμοια με την αγωγή νεότερων ασθενών με κατάθλιψη. Σε γενικές γραμμές, η ανταπόκριση στα αντικαταθλιπτικά φάρμακα απαιτεί 2 εβδομάδες με ένα μήνα. Στους ηλικιωμένους, όμως, το διάστημα αυτό μπορεί να είναι μεγαλύτερο (έως και 2 μήνες). Η υποστηρικτική ή άλλες μορφές ψυχοθεραπείας μπορεί να αποβούν εξίσου αποτελεσματικές. Σημαντική εδώ είναι η έγκαιρη κινητοποίηση του ασθενή και η συμμετοχή του δραστηριότητες που παλαιότερα τον ευχαριστούσαν. Σε περίπτωση μη ανταπόκρισης στη θεραπεία, θα ήταν χρήσιμη η επίσκεψη σε εξειδικευμένο ψυχίατρο για γηριατρικούς ασθενείς. Στις σοβαρότερες περιπτώσεις, η ηλεκτροσπασμοθεραπεία μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα αποτελεσματική.
Ποια πρέπει να είναι η στάση του φροντιστή ενός καταθλιπτικού ασθενή;
Ο φροντιστής του ηλικιωμένου ασθενούς, πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίζει τα συμπτώματα της κατάθλιψης και να αναζητάει εξειδικευμένη βοήθεια όταν χρειάζεται. Σε περίπτωση που υποπτεύεται κίνδυνο αυτοκτονίας, πρέπει να αναζητήσει, άμεσα, βοήθεια. Ο φροντιστής πρέπει να υποστηρίζει ψυχολογικά τον καταθλιπτικό ασθενή, να έχει θετική στάση και να είναι πρόθυμος να τον ακούσει. Δεν πρέπει να πιέζει τον ασθενή στην κατεύθυνση επιτέλεσης δραστηριοτήτων, αλλά απλά να τον ενθαρρύνει σε όσα ο ίδιος θέλει να κάνει. Ως προς την θλίψη την οποία ο ασθενής νιώθει, ο φροντιστής δεν πρέπει, ούτε να την αμφισβητεί, ούτε να τον διαβεβαιώνει πως σε λίγο θα είναι τελείως καλά. Πρέπει ο ασθενής να νιώσει, πως αυτός που τον φροντίζει μπορεί να καταλάβει τις δυσκολίες που ο ίδιος βιώνει. Σημαντική είναι τέλος, η τήρηση του προγράμματος του ύπνου, η αποφυγή του αλκοόλ και άλλων τοξικών ουσιών.