Συνολικά, στο κέντρο αναφέρονται 50.000 νέα κρούσματα ηπατίτιδας B και C κάθε χρόνο στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (οι χώρες της ΕΕ, η Ισλανδία, η Νορβηγία και το Λιχτενστάιν). Η ηπατίτιδα Β μεταδίδεται μέσω του αίματος και των σωματικών υγρών, ενώ η C κατά κύριο λόγο μέσω του αίματος. Από το 2014 θεωρείται ως απειλή για τη δημόσια υγεία στην Ευρώπη και η ηπατίτιδα Α, που μεταδίδεται από μολυσμένα τρόφιμα και νερό.
Το ποσοστό της ηπατίτιδας Β έχει επίσης αυξηθεί: το 2012 υπολογίζονταν 3,6 κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους ενώ έναν χρόνο αργότερα η αναλογία έφτασε τα 4,4 κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους. Οι άνθρωποι που πάσχουν από ηπατίτιδα C είναι διπλάσιοι: 9,6 κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους το 2013 από 8,1 που ήταν το 2012.
Το ECDC τόνισε ότι είναι πολύ σημαντικό να εντοπίζονται οι φορείς ώστε να τους χορηγείται θεραπεία. «Μια εξέταση αίματος βοηθά να καθοριστεί αν έχετε προσβληθεί ή όχι. Όσοι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο (…) θα πρέπει να έχουν ευκολότερα πρόσβαση στην εξέταση αυτή — για παράδειγμα, οι άνδρες που έχουν σεξουαλικές επαφές με άλλους άνδρες ή όσοι κάνουν ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών ουσιών», ανέφερε η Άμον.
Χωρίς θεραπεία, οι ηπατίτιδες Β και C μπορεί να οδηγήσουν σε ανίατες ηπατικές παθήσεις.
«Ο εμβολιασμός είναι το αποτελεσματικότερο μέσο για την προστασία από την ηπατίτιδα Α και Β», συνέχισε η Άμον. Χάρη στις εκστρατείες εμβολιασμού, το ποσοστό των ασθενών με οξεία ηπατίτιδα Β μειώνεται σταθερά από το 2006. Το 2013 καταγραφόταν κάτω από ένα κρούσμα (0,7) ανά 100.000 κατοίκους.
Δεν υπάρχουν εμβόλια που να προστατεύουν από την ηπατίτιδα C.