Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Πέρντιου, με επικεφαλής τον καθηγητή διατροφολογίας Ρίτσαρντ Μάτες, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό χημείας “Chemical Senses”, σύμφωνα με τη βρετανική «Γκάρντιαν», έκαναν δοκιμές με 54 εθελοντές, από τους οποίους οι 28 είχαν καλύτερη ικανότητα γεύσης σε σχέση με τους υπόλοιπους.
Τα πειράματα έδειξαν ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεχωρίσουν εύκολα τη γεύση του λιπαρού, όταν έχουν να διαλέξουν ανάμεσα σε μια μεγάλη γευστική γκάμα. Όμως τα καταφέρνουν μια χαρά, όταν το γευστικό φάσμα περιλαμβάνει μόνο δυσάρεστες γεύσεις (πικρό, ξινό, αλμυρό). Οι εθελοντές ήσαν σε θέση να νιώσουν το λιπαρό, ακόμη και όταν οι επιστήμονες σκοπίμως αφαίρεσαν την υφή και την οσμή του λίπους.
Οι ερευνητές πρότειναν η εν λόγω «λιπαρή» γεύση να ονομασθεί «ολεογκούστους» (από τη λατινική λέξη για τη ικανότητα γεύσης του λίπους). Επίσης επεσήμαναν ότι αν και σε πολλούς ανθρώπους τα λίπη αρέσουν, αυτή καθεαυτή η εν λόγω γεύση δεν είναι ευχάριστη.
Όπως είπε ο Μάτες, «η γεύση των λιπαρών οξέων, αν απομονωθεί, είναι πολύ δυσάρεστη. Δεν βρήκα ούτε έναν άνθρωπο που να του αρέσει. Συνήθως σου έρχεται αμέσως να κάνεις εμετό».
Όμως στην πράξη, επειδή τα λιπαρά τρόφιμα αποτελούν μίγματα ουσιών και γεύσεων, η δυσάρεστη λιπαρή γεύση όχι μόνο καλύπτεται, αλλά αναδεικνύει καλύτερα τις άλλες γεύσεις. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με την πικρή γεύση του καφέ και της σοκολάτας.
Για να αναγνωρισθεί ως μια πρόσθετη βασική γεύση, πρέπει να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις: η λιπαρή γεύση πρέπει να έχει μια μοναδική χημική «υπογραφή», πρέπει να υπάρχουν ειδικοί κυτταρικοί υποδοχείς στο στόμα για να γίνεται αισθητή και, βεβαίως, οι άνθρωποι πρέπει να μπορούν να την ξεχωρίσουν από τις άλλες γεύσεις. Οι δύο πρώτες προϋποθέσεις πληρούνται σίγουρα, ενώ κάπως αβέβαιη είναι η τρίτη, καθώς φαίνεται πως δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια ικανότητα να αισθάνονται το λιπαρό στον ουρανίσκο τους.