Οι ερευνητές μελέτησαν επίσης δημογραφικά στοιχεία, το γενικότερο ιατρικό ιστορικό του δείγματος, τη χρήση φαρμάκων και τυχόν συμπτώματα υπογοναδισμού. Εξέτασαν επίσης αν οι άνδρες είχαν διαγνωστεί με κατάθλιψη ή αν είχαν πάρει αντικαταθλιπτικά.
Από την επεξεργασία των δεδομένων προέκυψε ότι οι συμμετέχοντες είχαν υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας και χαμηλά ποσοστά σωματικής δραστηριότητας, συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό. Υπέφεραν επίσης από στυτική δυσλειτουργία, μειωμένη λίμπιντο, λιγότερες πρωινές στύσεις, χαμηλή ενεργητικότητα και διαταραχές ύπνου.
Τα ποσοστά κατάθλιψης ήταν 62% στα άτομα 20-30 ετών, 65% στα άτομα 40 ετών και άνω, 51% στους άνδρες άνω των 50 ετών και 45% σε όσους ήταν 60 ετών και άνω.
Εν τέλει, περισσότεροι από τους μισούς άνδρες με χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης είχαν καταθλιπτικά συμπτώματα ή κατάθλιψη, ενώ ένα τέταρτο των συμμετεχόντων έπαιρνε αντικαταθλιπτικά.
«Σε μια εποχή που όλο και περισσότεροι άνδρες ελέγχονται για χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης, εμείς γνωρίζουμε ελάχιστα για το πώς αυτά επηρεάζουν την ψυχολογία τους. Αν και το ζήτημα πρέπει να μελετηθεί σε βάθος, καλό είναι να γνωρίζουν οι γιατροί ότι πίσω από τα υψηλά ποσοστά κατάθλιψης στον ανδρικό πληθυσμό ίσως κρύβονται τα οριακά χαμηλά επίπεδα της τεστοστερόνης στον οργανισμό τους» σχολιάζει ο επικεφαλής ερευνητής Δρ Μάικλ Ιργουινγκ.
Και συμπληρώνει ότι η θεραπεία υποκατάστασης τεστοστερόνης ενδεχομένως να συμβάλλει στην βελτίωση τόσο των επιπέδων της ορμόνης στον οργανισμό, όσο και στα προβλήματα που αυτή δημιουργεί.
Η τεστοστερόνης παραγόμενη κυρίως από τους όρχεις συντελεί στην παραγωγή του σπέρματος, επηρεάζει τη σεξουαλική διάθεση, την μυική μάζα και δύναμη, την οστική πυκνότητα και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του φύλου.
Οι άνδρες με μη επαρκή παραγωγή τεστοστερόνης συχνά διαγιγνώσκονται με υπογοναδισμό.