Η βιταμίνη D, μία εξαιρετικά σημαντική βιταμίνη, που παράγεται, όταν το δέρμα μας εκτίθεται στο ηλιακό φως, μπορεί να βοηθήσει τον οργανισμό να καταπολεμήσει σθεναρά την φυματίωση, σύμφωνα με ειδικούς από το Λονδίνο.
Σχεδόν 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι πεθαίνουν παγκοσμίως κάθε χρόνο εξαιτίας της νόσου, ενώ τα κρούσματα των ανθεκτικών μορφών της αυξάνονται διαρκώς.
Μια νέα μελέτη, όμως, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Proceedings of the National Academy of Sciences» (PNAS), δείχνει πως οι ασθενείς αναρρώνουν πιο γρήγορα όταν λαμβάνουν αντιβιοτικά και συμπληρώματα βιταμίνης D.
Ωστόσο, απαιτούνται περαιτέρω έρευνες πριν αρχίσει να γίνεται ρουτίνα η συνδυασμένη αγωγή.
Η ιδέα να χρησιμοποιείται η βιταμίνη D ως θεραπεία της φυματίωσης είναι πολύ παλιά. Πριν ανακαλυφθούν τα αντιβιοτικά, οι γιατροί συνιστούσαν στους ασθενείς ως θεραπεία την έκθεση επί συγκεκριμένη ώρα στον ήλιο – και αυτή είναι η προέλευση του όρου «ηλιοθεραπεία».
Όταν, όμως, διαπιστώθηκε ότι τα αντιβιοτικά καταπολεμούν αποτελεσματικά τον βάκιλο του Κοχ ή μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης όπως λέγεται το μικρόβιο που την προκαλεί, η ηλιοθεραπεία εγκαταλείφθηκε.
Νέα ευρήματα
Στη νέα μελέτη συμμετείχαν 95 ασθενείς από διάφορα νοσοκομεία του Λονδίνου, οι οποίοι έπαιρναν την συνήθη αντιβιοτική αγωγή. Στους μισούς από αυτούς οι ερευνητές χορήγησαν και χάπια βιταμίνης D.
Όσοι πήραν τα συμπληρώματα της βιταμίνης ανέρρωσαν ταχύτερα: σε 23 ημέρες κατά μέσον όρο, έναντι των 36 ημερών που χρειάσθηκαν όσοι πήραν τα αντιβιοτικά συν χάπια με μια ανενεργό ουσία (ψευδοφάρμακο).
«Τα ευρήματά μας δεν σημαίνουν πως μπορεί η λήψη της βιταμίνης D να αντικαταστήσει τα αντιβιοτικά ως θεραπεία της φυματίωσης, αλλά ότι αποτελεί ένα χρήσιμο πρόσθετο όπλο», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Αντριάν Μαρτινώ, από το Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου.
«Η συνδυασμένη αγωγή δείχνει πολλά υποσχόμενη, αλλά χρειαζόμαστε λίγο πιο ισχυρά στοιχεία πριν αρχίσουμε να την εφαρμόζουμε ευρέως», πρόσθεσε. Και εξήγησε πως απαιτούνται μελέτες με περισσότερους ασθενείς, οι οποίες θα δείξουν ποιες είναι οι αποτελεσματικότερες δόσεις αλλά και μορφές της βιταμίνης.
Εναντίον της φλεγμονής
Όπως εξηγούν οι ερευνητές στο άρθρο τους, η βιταμίνη D φαίνεται ότι δρα καταπραΰνοντας τη φλεγμονή στη διάρκεια της λοίμωξης.
Η φλεγμονώδης αντίδραση αποτελεί σημαντικό τμήμα της αντίδρασης του οργανισμού σε περίπτωση λοίμωξης και ουσιαστικά είναι το πρώτο βήμα για να την αντιμετωπίσει.
Όταν ένας άνθρωπος έχει φυματίωση, η φλεγμονώδης αντίδραση στους πνεύμονες επιτρέπει την επίθεση περισσότερων λευκών αιμοσφαιρίων, τα οποία καταπολεμούν τη λοίμωξη. Ταυτοχρόνως, όμως, δημιουργεί μικροσκοπικές κοιλότητες στους πνεύμονες, στις οποίες δημιουργούνται αποικίες του μυκοβακτηριδίου.
«Εάν μπορέσουμε να βοηθήσουμε αυτές τις κοιλότητες να επουλωθούν πιο γρήγορα, οι ασθενείς θα είναι μεταδοτικοί για λιγότερο καιρό και θα υποστούν μικρότερες βλάβες στους πνεύμονές τους», εξήγησε ο δρ Μαρτινώ.
Πρόληψη
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι τα ευρήματά τους πιθανώς ισχύουν και για άλλες ασθένειες των πνευμόνων, όπως η πνευμονία.
Δεν αποκλείεται επίσης να μπορεί να χρησιμεύσει η βιταμίνη D και ως προληπτικό μέσο εναντίον της νόσου, κατά τον δρα Πήτερ Ντέιβις, ομότιμο καθηγητή Πνευμονολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ.
Όπως εξήγησε, ένας στους τρεις ανθρώπους έχει λανθάνουσα φυματίωση, δηλαδή στους πνεύμονές του υπάρχουν χαμηλά επίπεδα μυκοβακτηριδίου και δεν εκδηλώνει συμπτώματα.
Στο περίπου 10% των ανθρώπων αυτών, όμως, η νόσος κάποια στιγμή ενεργοποιείται – και ο δρ Ντέιβις πιστεύει πως η συστηματική λήψη βιταμίνης D θα μπορούσε να αποτρέψει την ενεργοποίηση.
Ανθεκτικότητα
Το θέμα της φυματίωσης προβληματίζει την επιστημονική κοινότητα, επειδή το μυκοβακτηρίδιο αναπτύσσει ολοένα μεγαλύτερη αντοχή στα αντιβιοτικά.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι ήδη των 3,4% των ανθρώπων νέων κρουσμάτων φυματίωσης έχουν αντοχή σε δύο κύριες κατηγορίες αντιβιοτικών (είναι δηλαδή πολυανθεκτικά), με το 9,4% από αυτά να είναι ανθεκτικά σε όλες τις υπάρχουσες θεραπείες.
Το ποσοστό της πολυανθεκτικής φυματίωσης σε όσους έχουν εκδηλώσει πάνω από μία φορά τη νόσο, εγγίζει το 20%.
Πρόσφατη ανάλυση, εξάλλου, έδειξε πως σε μερικές χώρες το 50% των κρουσμάτων της νόσου είναι πλέον ανθεκτικά.