Χρησιμοποιώντας δεδομένα που συλλέχθηκαν σε διάρκεια περίπου 50 ετών, από τις 100 πιο πυκνοκατοικημένες χώρες του κόσμου, ο Καθηγητής Οικολογίας G. David Tilman και ο μεταπτυχιακός φοιτητής Michael Clark, έδειξαν πώς οι τρέχουσες τάσεις διατροφής, συμβάλλουν, όχι μόνο στην αύξηση ασθενειών όπως ο διαβήτης και οι καρδιακές παθήσεις , αλλά και στην επικίνδυνα αυξανόμενη εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου.
«Αυτή είναι η πρώτη φορά που όλα αυτά τα δεδομένα μαζί αποδεικνύουν ότι η σύνδεση που υπάρχει μεταξύ της διατροφής και της κλιματικής αλλαγής είναι πραγματική και ισχυρή και δεν στηριζόμαστε μόνο στους ψιθύρους που ακούμε από τους “λάτρεις” της καλής διατροφής και τους υπερασπιστές του περιβάλλοντος» εξηγεί ο καθηγητής Tilman.
Ο Tilman και ο Clark έγραψαν σε ένα άρθρο τους στο Nature ότι «Η ισορροπημένη διατροφή που προσφέρει σημαντικά οφέλη στην υγεία του ανθρώπου, θα μπορούσε, εάν υιοθετηθεί ευρέως, να πετύχει τη μείωση των παγκόσμιων γεωργικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, να μειώσει την εκχέρσωση και την επακόλουθη εξαφάνιση των ειδών και να βοηθήσει στην πρόληψη των σχετιζόμενων με τη διατροφή χρόνιων μη μεταδοτικών ασθενειών».
Η γεωργία αυτή τη στιγμή συμβάλλει στο 25% των εκπομπών αερίων και αυτό οδηγεί σε κλιματικές αλλαγές. Η κτηνοτροφική παραγωγή που βασίζεται σε σιτηρά -η οποία περιλαμβάνει τον καθαρισμό του εδάφους-γης και την παραγωγή σιτηρών για ζωική τροφή, (συγκεκριμένα σε περιοχές του κόσμου με τροπικό κλίμα), συνεισφέρει πάνω από το 75% των συγκεκριμένων εκπομπών.
Αφού ο περισσότερος κόσμος υιοθετεί αμερικανικές διατροφικές συνήθειες, τα ποσοστά κατανάλωσης του κρέατος, της ζάχαρης και των επεξεργασμένων τροφίμων θα αυξηθούν (μόνο στην Κίνα, οι αριθμοί έχουν ήδη εκτοξευθεί στα ύψη.) Αν η τάση αυτή συνεχιστεί, όλη αυτή η ποσότητα κρέατος αναμένεται να προκαλέσει μια αύξηση του 80% στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2050.
Παράλληλα, «χάρη» στην εξαγωγή αμερικανικών διατροφικών προτύπων, πάνω από 2,1 δισεκατομμύρια άνθρωποι (από τα συνολικά 7,2 δισεκατομμύρια που υπάρχουν) είναι σήμερα υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Ο Tilman εξηγεί ότι η ζάχαρη, τα πολύ πλούσια σε κορεσμένο λίπος τρόφιμα και το αλκοόλ, αντιπροσωπεύουν σήμερα σχεδόν το 40% των τροφίμων που αγοράζονται στις 15 πλουσιότερες χώρες του κόσμου, πράγμα που εξηγεί τις συνακόλουθες επιπτώσεις στην υγεία.
Σύμφωνα με τα δεδομένα που εξέτασαν ο Tilman και ο Clark, μια χορτοφαγική διατροφήμειώνει τη συχνότητα εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 κατά 41%. Ακολουθεί μια χορτοφαγική διατροφή που περιλαμβάνει ψάρι και θαλασσινά (25%) και τέλος μία μεσογειακή διατροφή που συνδυάζει μέτρια κατανάλωση κρέατος και είναι πλούσια σε φρούτα, λαχανικά, ψάρι και θαλασσινά (16%). Και οι τρεις αυτοί τύποι διατροφής φαίνεται να μειώνουν τους θανάτους από στεφανιαία καρδιακή νόσο κατά 20 με 26% και τα ποσοστά του καρκίνου μεταξύ 7 και 13%, σε σύγκριση με τύπους διατροφής που περιλάμβαναν τουλάχιστον διπλάσια ποσότητα κρέατος και επεξεργασμένα τρόφιμα.
Έτσι, η λύση σε αυτό που οι επιστήμονες αποκαλούν «τρίλημμα: διατροφή-περιβάλλον-υγεία» είναι η επιλογή διατροφής βασισμένη σε φυτικά τρόφιμα, όπως εκείνα που ταιριάζουν στη μεσογειακή διατροφή, τη διατροφή που περιλαμβάνει ψάρια και θαλασσινά ή τη χορτοφαγική διατροφή. Εάν αυτές οι διατροφές γίνουν ο κανόνας μέχρι το 2050, ο Tilman και ο Clark υποστηρίζουν ότι «δεν θα υπάρξει αύξηση των εκπομπών αερίων από την παραγωγής τροφίμων».
Επισημαίνουν όμως ότι μια τέτοια αλλαγή δεν είναι εύκολη επειδή «Οι διατροφικές επιλογές που κάνουν μεμονωμένα τα άτομα επηρεάζονται από τον πολιτισμό, τις διατροφικές γνώσεις, τις τιμές, τη διαθεσιμότητα, τη γεύση και την ευκολία…».
Πώς λοιπόν θα αντιμετωπίσουμε την τάση μας να τρώμε περισσότερο κρέας και λιπαρά τρόφιμα; «Υπάρχουν πολλές επιλογές πολιτικής», λέει ο Doug Boucher, διευθυντής της έρευνας για την κλιματική αλλαγή που πραγματοποιείται από την «Ένωση Ανήσυχων Επιστημόνων». Οι επιλογές αυτές περιλαμβάνουν φόρους στον τομέα της γεωργίας, όπως ακριβώς κάνει και η Νέα Ζηλανδία, κατάργηση των γεωργικών επιδοτήσεων όσον αφορά στην κτηνοτροφία και στην παραγωγή ζωοτροφών, και την αλλαγή των διακυβερνητικών διατροφικών κατευθυντήριων γραμμών, για να συμπεριληφθούν τα θέματα της αειφορίας και της αλλαγής του κλίματος.
Ο διευθυντής προγράμματος κλιματικής αλλαγής του Τμήματος Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών, William Hohenstein, εξηγεί ότι αντί να αντιμετωπίσουμε του «τρίλημμα» εστιάζοντας στο μενού, καλύτερη στρατηγική του οργανισμού θα ήταν να συνεργαστεί με τους καλλιεργητές και τους κτηνοτρόφους σχετικά με τις πρακτικές που θα μείωναν τα αέρια του θερμοκηπίου.
Ο Tilman προτείνει «τη βελτίωση της εκπαίδευσης» η οποία είναι το κλειδί για να βοηθήσει τους ανθρώπους όλων των εισοδηματικών επιπέδων να κατανοήσουν τις επιπτώσεις των επιλογών τους στα τρόφιμα. Διερωτάται επίσης αν, δεδομένης της σαφούς τάσης προς τα τρόφιμα ευκολίας, είναι δυνατό να αναπτυχθούν νέα τρόφιμα που είναι υγιεινά, με χαμηλές όμως εκπομπές άνθρακα και επίσης να έχουν και ωραία γεύση.
Τα δεδομένα υποδεικνύουν σθεναρά ότι η αλλαγή της διατροφής, θα βελτιώσει όχι μόνο την προσωπική και τη δημόσια υγεία, αλλά θα βοηθήσει επίσης τον πλανήτη μέσω της μείωσης εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου.