Αλλάζουν άρδην τα δεδομένα στη θεραπεία του καρκίνου του παχέος εντέρου χάρη στη ρομποτική χειρουργική.
H ρομποτική χειρουργική χρησιμοποιείται διεθνώς όλο και περισσότερο στις επεμβάσεις αντιμετώπισης του συγκεκριμένου νοσήματος. Μάλιστα, η μέθοδος αυτή τείνει να υποκαταστήσει σταδιακά τη λαπαροσκοπική χειρουργική, ενώ η ανοικτή χειρουργική προσπέλαση σπάνια προτείνεται πλέον από εξειδικευμένα ογκολογικά κέντρα. Τα παραπάνω επισημάνθηκαν στη διάρκεια του 30ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Χειρουργικής και Διεθνούς Χειρουργικού Φόρουμ, το οποίο διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη.
«Η ρομποτική χειρουργική είναι μια νέα επαναστατική μέθοδος στο χώρο της χειρουργικής ογκολογίας, που βρίσκει απόλυτη εφαρμογή στην αντιμετώπιση του καρκίνου του παχέος εντέρου, προσφέροντας δυνατότητες πολλαπλάσιες των άλλων τεχνικών. Η θεραπεία του καρκίνου του παχέος εντέρου είναι κατά βάση χειρουργική. Η αφαίρεση του νεοπλάσματος θεωρείται ο ακρογωνιαίος λίθος μιας πετυχημένης θεραπευτικής στρατηγικής, ενώ η χημειοθεραπεία και η ακτινοθεραπεία έχουν συμπληρωματικό και επικουρικό ρόλο” ανέφερε ο χειρουργός – διευθυντής του Τμήματος Ρομποτικής Γενικής Χειρουργικής και Ογκολογίας, ιδιωτικής κλινικής της Θεσσαλονίκης, Χάρης Κωνσταντινίδης.
Παράλληλα επισήμανε ότι η ρομποτική χειρουργική εμπειρία στη Βόρεια Ελλάδα αποκτήθηκε χάρη στο σύγχρονο χειρουργικό ρομπότ “da Vinci Si” το οποίο υπάρχει σε ιδιωτική κλινική και είναι μοναδικό στη Θεσσαλονίκη.
Τα πλεονεκτήματα της ρομποτικής χειρουργικής
Εξηγώντας τα πλεονεκτήματα του ρομποτικού συστήματος, ο κ. Κωνσταντινίδης ανέφερε ότι προσφέρει στις επεμβάσεις του παχέος εντέρου τρισδιάστατη εικόνα, σε μεγέθυνση κατά περίπου 15-20 φορές, άρα εξαιρετικές συνθήκες όρασης και δυνατότητα λεπτομερέστατου καθαρισμού των λεμφαδένων, γεγονός που αποτελεί μια από τις βασικότερες απαιτήσεις της ογκολογικής χειρουργικής. Επιπλέον οι βραχίονες του ρομπότ είναι σε θέση να εκτελούν κινήσεις με απόλυτη ακρίβεια, πετυχαίνοντας ακόμα και τους πιο δύσκολους χειρουργικούς χειρισμούς.
“Αυτές οι δυνατότητες έχουν ιδιαίτερη αξία σε περιπτώσεις όγκων, που βρίσκονται κοντά στον πρωκτό, αφού η χρήση του ρομπότ μειώνει δραματικά την ανάγκη διενέργειας κολοστομίας (παρά φύσιν έδρας). Επιπλέον, ο ασθενής απολαμβάνει και τα γενικότερα οφέλη της ρομποτικής χειρουργικής τεχνολογίας, που είναι οι πολύ μικρές τομές, ο ελάχιστος μετεγχειρητικός πόνος, το άριστο αισθητικό αποτέλεσμα (πρακτικά δεν υπάρχουν ουλές), την ταχύτερη ανάρρωση και την πλήρη σχεδόν εξάλειψη των μετεγχειρητικών επιπλοκών, που έχουν σχέση με το τραύμα, όπως η διαπύηση, η διάσπαση, η κήλη, ο χρόνιος πόνος κλπ. Ακόμη ο ασθενής έχει λιγότερες αναπνευστικές και καρδιαγγειακές επιπλοκές, μικρότερη απώλεια αίματος και ανάγκες μετάγγισης και κατακόρυφη μείωση των πιθανοτήτων για δημιουργία μετεγχειρητικών συμφύσεων και ειλεού” εξήγησε ο κ. Κωνσταντινίδης.
«Το σύνολο σχεδόν των ανάλογων επεμβάσεων στις μέρες μας μπορούν και πρέπει να γίνονται ρομποτικά για την αποφυγή της κολοστομίας (παρά φύσιν έδρας) σε καρκινώματα, που βρίσκονται κοντά στον πρωκτό. Με την ρομποτική αφαίρεση αυτό αποφεύγεται σε μεγάλο ποσοστό των ασθενών. Το δε κόστος είναι μικρότερο από την ανοιχτή χειρουργική επέμβαση, διότι απαιτεί μικρότερη νοσηλεία, υπάρχουν λιγότερες επιπλοκές και δεν απαιτεί ΜΕΘ . Η συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών φεύγει από την κλινική την πέμπτη ημέρα και οι ασθενείς είναι πλήρως κινητοποιημένοι και σιτιζόμενοι», συμπλήρωσε ο κύριος Κωνσταντινίδης.
Δεύτερη αιτία θανάτου από κακοήθειες ο καρκίνος του παχέος εντέρου
Να σημειωθεί ότι ο καρκίνος του παχέος εντέρου αποτελεί ένα από τα συχνότερα νεοπλάσματα στις μέρες μας. Εμφανίζεται συνήθως μετά τα 50, ενώ αφορά και τα δύο φύλα. Υπολογίζεται ότι στις δυτικές χώρες αποτελεί τον τρίτο συχνότερο καρκίνο και τη δεύτερη αιτία θανάτου από κακοήθεις νόσους. Παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνιση του καρκίνου του παχέος εντέρου είναι η μεγάλη κατανάλωση κόκκινου κρέατος και λιπών, η φτωχή δίαιτα σε φυτικές ίνες, η κληρονομικότητα, το κάπνισμα, το ιστορικό γυναικολογικών καρκίνων, οι φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου και η ύπαρξη πολυπόδων.
Τα κύρια πρώιμα συμπτώματα της νόσου είναι η αναιμία, η αποβολή αίματος στα κόπρανα και η αλλαγή των συνηθειών του εντέρου, ενώ η πρόληψή του γίνεται με την ευρεία χρήση της κολονοσκόπησης μετά την ηλικία των 45 ετών και κάθε πενταετία.