Η ιογενής ηπατίτιδα απουτελεί μάστιγα για τον πλανήτη, σκοτώνοντας κάθε χρόνο τουλάχιστον τόσους ανθρώπους όσους η φυματίωση, η ελονοσία ή το AIDS, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική έρευνα.
Οι επιστήμονες των Ιατρικών Σχολών του Imperial College του Λονδίνου και του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, με επικεφαλής τον δρα Γρκάχαμ Κουκ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «The Lancet», ανέλυσαν στοιχεία από 183 χώρες από το 1990 μέχρι σήμερα.
Ενώ οι θάνατοι από άλλες λοιμώξεις σταδιακά μειώνονται, από την ιογενή ηπατίτιδα αυξάνονται συνεχώς και υπολογίζονται πλέον σε πάνω από 1,45 εκατομμύρια ετησίως, έναντι 1,3 εκατομμυρίων από το AIDS, 1,4 εκατ. από τη φυματίωση και 860.000 από την ελονοσία.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μετά το 1990 έχει υπάρξει διεθνώς μια αύξηση κατά 63% των θανάτων από ιογενή ηπατίτιδα. Οι θάνατοι είναι περισσότεροι στις χώρες υψηλού και μεσαίου εισοδήματος, ιδίως στην ανατολική Ασία, από ό,τι χαμηλού εισοδήματος. Οι επιστήμονες καλούν τη διεθνή κοινότητα να λάβει επειγόντως μέτρα για να αντιμετωπισθεί η κρίση.
Η ιογενής ηπατίτιδα είναι μια φλεγμονή του ήπατος που προκαλείται από διαφορετικούς ιούς και έχει πέντε τύπους (A, B, C, D, E). Μεταδίδεται μέσω των σωματικών υγρών και, στην περίπτωση της A και της Ε, μέσω μολυσμένου νερού και τροφής.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η συντριπτική πλειονότητα των θανάτων (το 96%) οφείλονται στις ηπατίτιδες B και C, που προκαλούν κίρρωση και καρκίνο του ήπατος. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν κόπωση, ίκτερο και ναυτία, αν και σε πολλούς ανθρώπους η νόσος δεν εμφανίζει συμπτώματα, με συνέπεια αρκετοί ασθενείς να μην γνωρίζουν ότι έχουν μολυνθεί, εωσότου εκδηλώσουν σοβαρές επιπλοκές.
Όπως είπε ο Κουκ, «μολονότι για την ιογενή ηπατίτιδα υπάρχουν πια αποτελεσματικές θεραπείες και εμβόλια (σ.σ. για την Α και τη Β, αλλά όχι για τη C), υπάρχουν πολύ λίγα χρήματα που επενδύονται για να φθάσουν αυτά τα φάρμακα στους ασθενείς, ιδίως αν κάνει κάποιος σύγκριση με την ελονοσία, το AIDS και την φυματίωση».
Οι τιμές αρκετών νέων φαρμάκων, ιδίως για την ηπατίτιδα C, είναι απρόσιτες για μεγάλα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού.