Οι ηπατίτιδες Β και C είναι χρόνια νοσήματα που οδηγούν συχνά σε κίρρωση του ήπατος και ηπατοκυτταρικό καρκίνο, με συνέπεια τη μεταμόσχευση ήπατος ή το θάνατο.
Πρόσφατες μελέτες στη χώρα μας για τον επιπολασμό της ηπατίτιδας Β έδειξαν ότι ένα 2,58% του πληθυσμού νοσεί ενώ για την ηπατίτιδα C το ποσοστό ανέρχεται στο 1,87%. Το σύνολο των φορέων χρόνιας ηπατίτιδας Β είναι 231.000 με το 50% από αυτούς να μην γνωρίζει ότι είναι φορείς της ηπατίτιδας Β. Ενώ, στην ηπατίτιδας C φτάνουν τις 167.000 όπου το 80% από αυτούς δε γνωρίζει ότι είναι μολυσμένοι από ηπατίτιδα C. Το σύνολο φορέων ηπατίτιδας Β και C στην Ελλάδα είναι περίπου 400.000 και από αυτούς οι 250.000 δε γνωρίζουν ότι είναι φορείς.
Αναφορικά με τη συλλοίμωξη HIV με ηπατίτιδα C (HCV) και HIV με ηπατίτιδα Β από τα δεδομένα της πολυκεντρικής μελέτης AMACS, της πολυπληθούς ομάδας της οποίας ηγείτο η Γεωργία Βουρλή από το Εργαστήριο Υγιεινής Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, σε 5.664 HIV θετικούς, διαπιστώθηκε ότι το 13% είχε συλλοίμωξη HIV με HCV και το 3% είχε συλλοίμωξη HIV με HBV.
Ιδιαίτερα, στους Χρήστες Ενδοφλέβιων Ναρκωτικών (ΧΕΝ) που ήταν θετικοί για HIV, η συχνότητα λοίμωξης από HCV ήταν 95%. Η συχνότητα λήψης θεραπείας για την ηπατίτιδα C στους ΧΕΝ ήταν κατά 75% μικρότερη σε σχέση με ομοφυλόφιλους άντρες και κατά 42% μικρότερη σε σχέση με ετερόφυλα οροθετικά άτομα. Συμπερασματικά, σε περιπτώσεις συλλοίμωξης HIV και HCV, τα ποσοστά θεραπείας των ΧΕΝ για HCV είναι ιδιαίτερα χαμηλά αν και η αποτελεσματικότητα της θεραπείας είναι η ίδια στους ΧΕΝ με άλλες ομάδες πληθυσμού.
Ενώ, σε άλλη μελέτη από την AMACS φαίνεται ότι τα ποσοστά διάγνωσης της HIV λοίμωξης σε σχετικά προχωρημένα στάδια παραμένουν υψηλά. Πιο συγκεκριμένα, πρωτοδιάγνωση με CD4
Σύμφωνα με τους επιστήμονες η διάγνωση του HIV καθυστερεί στη χώρα μας και αποτέλεσμα να παραμένει συχνή η μετάδοση.
Όπως λένε οι ειδικοί, επειδή σήμερα, υπάρχουν πολύ αποτελεσματικές θεραπείες, για όλες αυτές τις λοιμώξεις είναι αναγκαίο να ενεργοποιηθούν προγράμματα ενημέρωσης και εργαστηριακών ελέγχων για τη διάγνωση και θεραπεία αυτών που δε γνωρίζουν ότι είναι φορείς.