Το έμφραγμα «χτυπάει» συνήθως απροειδοποίητα ή έτσι πιστεύουν τουλάχιστον οι περισσότεροι, καθώς αγνοούν τα ύποπτα σημάδια.
Δεν αρκεί συνεπώς κάποιος να νιώθει καλά, αλλά να κάνει και τις αναγκαίες εξετάσεις.
Μία σημαντική εξέταση που ανιχνεύει το ενδεχόμενο εμφράγματος είναι το τεστ τροποπίνης, το οποίο γίνεται σε σχεδόν όλα τα νοσοκομεία της χώρας εδώ και πολλά χρόνια.
Η τροπονίνη είναι μια πρωτεΐνη που βρίσκεται στα κύτταρα του μυοκαρδίου και απελευθερώνεται και κυκλοφορεί στο αίμα όταν καταστραφεί το μυοκαρδιακό κύτταρο.
Μπορεί όμως να αυξηθεί και σε περιπτώσεις φλεγμονής και νέκρωσης του μυοκαρδίου, όπως π.χ. σε περιπτώσεις μυοκαρδίτιδας, μυοκαρδιοπάθειας ή καρδιακής ανεπάρκειας.
Ακόμη και σε περιπτώσεις έντονου στρες του μυοκαρδίου, όπως π.χ. στους δρομείς του Μαραθωνίου, μπορεί να παρατηρηθεί αύξηση της τροπονίνης.
Η εφαρμογή του τεστ τροπονίνης αφορά την πρόωρη διάγνωση του εμφράγματος του μυοκαρδίου.
Μόλις αρχίσει η καταστροφή του μυοκαρδίου, η τροπονίνη απελευθερώνεται και η στάθμη της ανεβαίνει στο αίμα προτού παρατηρηθεί αύξηση των κλασικών ενζύμων, όπως είναι οι τρανσαμινάσες.
Ακόμη και μικρή αύξηση της τροπονίνης, ύστερα από έναν πόνο στον θώρακα, υποχρεώνει τον καρδιολόγο να προχωρήσει σε στεφανιογραφία και εάν διαπιστωθεί οξεία απόφραξη μιας στεφανιαίας αρτηρίας να προβεί σε αγγειοπλαστική (μπαλονάκι).
Εάν διαφύγει η διάγνωση ακόμη και ενός μικρού εμφράγματος, μπορεί να επακολουθήσει μεγαλύτερο έμφραγμα με σοβαρότερες συνέπειες και επιπλοκές για τη ζωή του ασθενούς.