Κατά μέσο όρο η παροχή ιατρικής βοήθειας για σοβαρό έμφραγμα γινόταν με καθυστέρηση 69 λεπτών από την αρχή των συμπτωμάτων.
Οι θεραπείες των καρδιολογικών ασθενών διαταράχτηκαν σοβαρά στη διάρκεια της πανδημίας και ο αντίκτυπος του προβλήματος εξαιτίας των καρδιαγγειακών διαγνώσεων και θεραπειών που δεν έγιναν έγκαιρα, αναμένεται να επιδεινωθεί τα επόμενα χρόνια, συμπέρανε μια μεγάλη διεθνής επιστημονική μελέτη, η πιο ολοκληρωμένη του είδους της μέχρι σήμερα.
Η έρευνα κάνει λόγο για «παγκόσμια παράπλευρη ζημιά», που προκάλεσε η Covid-19 στις παρεχόμενες υπηρεσίες στους καρδιοπαθείς και οι ερευνητές προειδοποιούν ότι τα σχετικά προβλήματα θα συνεχίζουν να συσσωρεύονται στο μέλλον, αφότου θα έχει τελειώσει πια η πανδημία. Από τον Δεκέμβριο 2019 και μετά, τα συστήματα υγείας επιβαρύνθηκαν από τον κορονοϊό και πολλοί άνθρωποι, ακόμη και με σοβαρά καρδιαγγειακά προβλήματα, όπως έμφραγμα ή καρδιακή ανεπάρκεια, απέφυγαν να πάνε σε νοσοκομείο ή δεν μπόρεσαν να εισαχθούν για νοσηλεία.
Η μελέτη (μετα-ανάλυση), με επικεφαλής τον δρ Ραμές Νανταράτζαχ του βρετανικού Πανεπιστημίου του Λιντς, η οποία παρουσιάστηκε στο ευρωπαϊκό καρδιολογικό περιοδικό European Heart Journal, αξιολόγησε στοιχεία από 189 έρευνες σε 48 χώρες έξι ηπείρων.
Μερικά βασικά ευρήματα της μελέτης:
– Οι νοσηλείες διεθνώς ασθενών με σοβαρό έμφραγμα STEMI (πλήρως μπλοκαρισμένη μία από τις αρτηρίες της καρδιάς) εμφάνισαν μείωση 22% εν μέσω πανδημίας, ενώ οι νοσηλείες για λιγότερο σοβαρό έμφραγμα μη-STEMI (μία αρτηρία είναι μερικά μπλοκαρισμένη) μειώθηκαν κατά 34% σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα. Η μείωση δεν οφειλόταν σε λιγότερα εμφράγματα αλλά σε λιγότερες εισαγωγές στα νοσοκομεία.
– Κατά μέσο όρο η παροχή ιατρικής βοήθειας για σοβαρό έμφραγμα γινόταν με καθυστέρηση 69 λεπτών από την αρχή των συμπτωμάτων.
– Παγκοσμίως υπήρξε μείωση 34% στις καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις.
– Οι μισές μόνο εμφυτεύσιμες ηλεκτρονικές συσκευές όπως βηματοδότες (51%) τοποθετήθηκαν σε σύγκριση με την προ πανδημίας περίοδο.
Η μελέτη περιγράφει μια «σημαντική παγκόσμια μείωση» στις νοσηλείες ανθρώπων με καρδιαγγειακή νόσο, με συνέπεια να αυξηθούν όσοι πέθαναν αβοήθητοι στο σπίτι τους, λόγω καρδιαγγειακής αιτίας. Αλλά και όταν οι ασθενείς είχαν ιατρική βοήθεια, αυτή κατά μέσο όρο παρασχέθηκε με πάνω από μια ώρα καθυστέρηση, όσον αφορά την μεταφορά τους στο νοσοκομείο, πράγμα που αύξησε τον κίνδυνο θανάτου τους, καθώς π.χ. σε ένα σοβαρό έμφραγμα η ταχύτατη θεραπεία συνιστά ζήτημα επιβίωσης.
Σε αρκετές περιπτώσεις, ιδίως σε χώρες χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος, τα παραφορτωμένα από την Covid-19 νοσοκομεία αναγκάστηκαν να παράσχουν κατώτερη του αναμενομένου αντιμετώπιση των καρδιολογικών περιστατικών (π.χ. απλώς χορήγηση φαρμάκου αντί για τοποθέτηση «στεντ» σε μια μπλοκαρισμένη αρτηρία). Το αποτέλεσμα είναι η αυξημένη θνητότητα μεταξύ των νοσηλευομένων καρδιαγγειακών ασθενών σε αυτές τις χώρες. Αυτό εν μέρει εξηγεί γιατί, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας κατά την πανδημική διετία 2020-21 υπήρχαν σχεδόν 15 εκατομμύρια περισσότεροι θάνατοι παγκοσμίως, ενώ οι θάνατοι από κορονοϊό ήταν περίπου μόνο το ένα τρίτο.
Όπως ανέφερε ο Νανταράτζαχ, «η καρδιακή νόσος είναι η Νο 1 αιτία θανάτου στις περισσότερες χώρες και η ανάλυση μας δείχνει ότι στη διάρκεια της πανδημίας σε όλο τον κόσμο αρκετοί άνθρωποι δεν έλαβαν τη θεραπεία που θα έπρεπε. Αυτό θα έχει επιπτώσεις σε βάθος χρόνου. Όσο περισσότερο χρόνο οι άνθρωποι περιμένουν για θεραπεία ενός εμφράγματος, τόσο μεγαλύτερη είναι η βλάβη στο μυοκάρδιό τους, προκαλώντας επιπλοκές που μπορεί να αποβούν μοιραίες ή να επιφέρουν χρόνια προβλήματα υγείας».
Ο καθηγητής καρδιολογίας Κρις Γκέιλ δήλωσε ότι «οι επιπτώσεις της πανδημίας Covid-19 στην καρδιαγγειακή υγεία θα μας συνοδεύουν για πολύ ακόμη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν θάνατοι και νόσοι που αλλιώς δεν θα είχαν συμβεί. Χρειάζεται επείγουσα δράση για να αντιμετωπιστεί το βάρος της καρδιαγγειακής νόσου που αφήνει πίσω της η πανδημία».