Η παχυσαρκία ενός ζευγαριού και το υπερβολικά χαμηλό σωματικό βάρος της γυναίκας μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τη γονιμότητα, δυσκολεύοντας σημαντικά την επίτευξη αλλάκαι την ολοκλήρωση μιας εγκυμοσύνης.
Επιδημιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι περισσότερο από ένα στα δέκα (το 12%) κρούσματα πρωτοπαθούς υπογονιμότητας συνδέονται με το σωματικό βάρος, με την παχυσαρκία να ευθύνεται για τα μισά από αυτά και το παθολογικά χαμηλό βάρος σώματος για τα άλλα μισά, σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής (American Society for Reproductive Medicine – ASRM).
Επίσης αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι περισσότερο από το 70% των γυναικών με υπογονιμότητα εξαιτίας παθολογικού σωματικού βάρους, συλλαμβάνουν αυτόματα όταν αυτό διορθωθεί. Μάλιστα η ASRM υπολογίζει πως όταν το σωματικό βάρος της γυναίκας είναι χαμηλότερο από το 95% του ιδανικού γι’ αυτήν ή υψηλότερο από το 120% του ιδανικού, τότε η πρώτη θεραπευτική σύσταση για την υπογονιμότητα πρέπει να είναι η διόρθωσή του.
Δυστυχώς «το σωματικό βάρος συχνά είναι το τελευταίο που εξετάζεται κατά την αξιολόγηση της γονιμότητας και δεν λαμβάνεται υπόψη προτού ολοκληρωθούν όλες οι διαγνωστικές εξετάσεις», λέει ο Μαιευτήρας-Χειρουργός Γυναικολόγος Δρ. Βασίλειος Αθανασίου, M.D., Ph.D., Επιστημονικός Διευθυντής του Κέντρου Εξωσωματικής Αθηνών (www.ivfathenscenter.gr). «Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις όπου αξιολογείται μόνο όταν αποδειχθούν ανώφελες άλλες θεραπευτικές παρεμβάσεις. Ωστόσο το σωματικό βάρος του υπογόνιμου ζευγαριού θα πρέπει να είναι από τα πρώτα που θα αξιολογούνται και να γίνεται προσπάθεια να διορθωθεί όταν ο ένας ή και οι δύο είναι εμφανώς παχύσαρκοι ή λιποβαρείς. Επίσης οι υποψήφιοι γονείς θα πρέπει να γνωρίζουν ότι το βάρος τους είναι σημαντικό για την τεκνοποίηση επομένως δεν πρέπει να το αγνοούν».
Αν και πολλές λιποβαρείς, υπέρβαρες ή παχύσαρκες γυναίκες κατορθώνουν να μείνουν έγκυοι και να αποκτήσουν παιδιά, άλλες δυσκολεύονται. Αυτό οφείλεται κυρίως στα προβλήματα που δημιουργεί το παθολογικό σωματικό βάρος στην ωορρηξία. Είναι καλά τεκμηριωμένο ότι στις λιποβαρείς και στις παχύσαρκες γυναίκες η έμμηνος ρύση συχνά είναι ακανόνιστη και μερικές φορές διακόπτεται εντελώς. Ωστόσο στις παχύσαρκες η γονιμότητα συχνά είναι μειωμένη και όταν έχουν φυσιολογικό κύκλο και ωορρηξία ενώ μερικές φορές πάσχουν και από υποκείμενο πρόβλημα που μπορεί να επηρεάσει το σωματικό βάρος, όπως κάποια νοσήματα του θυρεοειδή.
Αντίστοιχα στους άνδρες έχει παρατηρηθεί ότι η παχυσαρκία μπορεί να συνδέεται με αλλαγές στα επίπεδα της τεστοστερόνης και άλλων ορμονών που παίζουν σημαντικό ρόλο στην αναπαραγωγή. Επίσης μελέτες έχουν δείξει ότι ο χαμηλός όγκος σπερματοζωαρίων και η μειωμένη κινητικότητα είναι πιο συχνά ευρήματα στους παχύσαρκους άνδρες.
Υπάρχουν επίσης αρκετά επιστημονικά στοιχεία που δείχνουν ότι τα ποσοστά επιτυχίας της εξωσωματικής είναι χαμηλότερα στις παχύσαρκες γυναίκες, επειδή είναι μειωμένες οι πιθανότητες εμφύτευσης του εμβρύου και επίτευξης εγκυμοσύνης και αυξημένα τα ποσοστά αποβολής. Αντίθετα, στις λιποβαρείς γυναίκες δεν φαίνεται να υπάρχει ανάλογη μείωση στην επιτυχία της εξωσωματικής.
«Το να προταθεί σε ένα υπογόνιμο λιποβαρές ή παχύσαρκο ζευγάρι ένα πρόγραμμα αδυνατίσματος ή πρόσληψης βάρους είναι πολύ δύσκολο, διότι συνήθως δεν είναι έτοιμοι να ακούσουν κάτι τέτοιο», υπογραμμίζει ο Δρ. Αθανασίου. «Αν όμως είναι αυτό που ενδείκνυται για την περίπτωσή τους, ο ειδικός στη γονιμότητα θα εξηγήσει ότι αυτή είναι η ενδεδειγμένη λύση, σύμφωνα και με τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες, και θα προτείνει συγκεκριμένες παρεμβάσεις».
Σε περίπτωση παχυσαρκίας, για παράδειγμα, μπορεί να προταθεί ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης και συμβουλευτικής που θα συνοδεύεται από δίαιτα και συστηματική φυσική δραστηριότητα και θα έχει ως στόχο την απώλεια μισού ή ενός κιλού την εβδομάδα. Ο στόχος αυτός είναι ρεαλιστικός και εφικτός, κατά συνέπεια είναι πιθανότερο να μην τον εγκαταλείψει το ζευγάρι. Για τα παχύσαρκα ζευγάρια το καλύτερο είναι να φτάνουν στο 110% του ιδανικού σωματικού βάρους πριν γίνουν προσπάθειες τεκνοποίησης. Ωστόσο, κάποιες μελέτες έχουν δείξει ότι οι πιθανότητες επιτυχούς εγκυμοσύνης αυξάνονται με την απώλεια έστω και του 5%-10% του αρχικού σωματικού βάρους – και αυτό δεν αφορά μόνο τις παχύσαρκες γυναίκες αλλά και τους άνδρες.
Η παχύσαρκη γυναίκα με διαταραχή του έμμηνου κύκλου μπορεί ακόμα να χρειασθεί μία αγωγή με αντισυλληπτικά για να σταθεροποιηθεί ο κύκλος της και να αυξηθούν οι πιθανότητες εγκυμοσύνης όταν επιτευχθεί η επιθυμητή απώλεια βάρους.
Η αντιμετώπιση των παθολογικά λίγων κιλών είναι συνήθως πιο δύσκολη, γιατί σκοντάφτει κατ’ αρχήν στην απροθυμία των γυναικών να δεχτούν ότι το πολύ χαμηλό βάρος τους τις εμποδίζει να αποκτήσουν παιδί. Πρέπει όμως να το δεχτούν και να ακολουθήσουν ειδικό πρόγραμμα διατροφής και φυσικής δραστηριότητας ώστε να πάρουν κάποια κιλά. Η αύξηση του βάρους θα πρέπει να γίνει με αργό ρυθμό και να αναμένουν ότι θα χρειασθούν περίπου έξι μήνες για να αποκατασταθεί η ομαλή αναπαραγωγική λειτουργία τους.