Η ασθενής γεννήθηκε στο Κογκό και σε ηλικία πέντε ετών της διαγνώστηκε δρεπανοκυτταρική αναιμία, η οποία επιδεινώθηκε μετά τη μετανάστευσή της στο Βέλγιο σε ηλικία 11 ετών.
Για την αντιμετώπιση της αναιμίας χρειάστηκε μεταμόσχευση μυελού των οστών. Πριν από τη μεταμόσχευση της χορηγήθηκε χημειοθεραπεία που ουσιαστικά καταστρέφει το ανοσοποιητικό σύστημα και το εμποδίζει να απορρίψει το μόσχευμα.
Το πρόβλημα είναι ότι η χημειοθεραπεία προκαλεί βλάβες στο DNA και εμποδίζει τη λειτουργία των ωοθηκών. Οι ενήλικες γυναίκες που επιθυμούν να αποκτήσουν παιδιά μετά τη χημειοθεραπεία συνήθως καταψύχουν τα ωάριά τους εκ των προτέρων.
Αυτό όμως δεν ήταν εφικτό στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού η ασθενής δεν είχε ακόμα έμμηνο ρύση. Η λύση ήταν η αφαίρεση της αριστερής ωοθήκης και η κατάψυξή της σε ειδικές συνθήκες.
Χρόνια αργότερα, η κοπέλα θέλησε να κάνει παιδί, οπότε οι γιατροί απέψυξαν ένα μέρος του ιστού και μεταμόσχευσαν κομμάτια στην κοιλιά και στη δεξιά, μη λειτουργική ωοθήκη. Δύο χρόνια μετά τη μεταμόσχευση, ο ιστός ανταποκρινόταν στις ορμόνες του σώματός της και της επέτρεψε να συλλάβει με φυσικό τρόπο. Γέννησε τελικά ένα υγιές αγοράκι το Νοέμβριο του 2014.
Η κατάψυξη ωοθηκικού ιστού δεν είναι νέα ιδέα, και η ασθενής από το Βέλγιο δεν είναι η πρώτη που γεννά με κατεψυγμένες ωοθήκες.
Είναι όμως η πρώτη που γεννά με ωοθήκη που είχε καταψυχθεί από προεφηβική ηλικία, και προσφέρει έτσι ελπίδες και σε άλλες νεαρές ασθενείς.
«Τα παιδιά είναι οι ασθενείς που είναι πιθανότερο να ωφεληθούν από αυτή τη θεραπεία στο μέλλον» σχολίασε η γυναικολόγος Ίζαμπελ Ντεμίστερ, μέλος της ιατρικής ομάδας και πρώτη συγγραφέας της μελέτης στην επιθεώρηση Human Reproduction.