Για πολλά χρόνια επικρατούσε η άποψη ότι για να μετρήσει κάποιος το πρωί την χοληστερίνη, πρέπει να έχει περάσει τουλάχιστον ένα οκτάωρο νηστείας.
Την άποψη αυτή ανατρέπει μια πολύ μεγάλη έρευνα, σύμφωνα με την οποία τα αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων όχι μόνο δεν χάνουν την ακρίβειά τους εάν ο ασθενής έχει φάει πριν από την λήψη του αίματος, αλλά μπορεί να είναι και λίγο καλύτερα.
Το εύρημα προέρχεται από την ανάλυση στοιχείων από 68 μακροχρόνιες μελέτες, που διεξήχθησαν σε 21 χώρες (κυρίως της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής) και σε περισσότερους από 300.000 εθελοντές, την οποία πραγματοποίησαν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ.
Η μέτρηση των επιπέδων της χοληστερόλης στο αίμα αποτελεί παράμετρο-κλειδί για την αξιολόγηση του καρδιαγγειακού κινδύνου που διατρέχει ένας άνθρωπος.
Την ημέρα της αιμοληψίας, η πάγια ερώτηση των γιατρών προς τους ασθενείς είναι αν έχουν φάει και όσοι απαντούν καταφατικά, είθισται να μην υποβάλλονται στην εξέταση αλλά να κλείνουν νέο ραντεβού.
Αυτό συμβαίνει γιατί οι ειδικοί πιστεύουν πως ο οργανισμός χρειάζεται αρκετές ώρες για να ολοκληρώσει την πέψη του φαγητού και να καθαρίσει τα τυχόν λιπαρά υπολείμματα στο αίμα, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα επίπεδα κυρίως της «κακής» χοληστερόλης – της LDL.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, πρόκειται για λανθασμένη άποψη.
Στις μελέτες που αναλύθηκαν συμμετείχαν συνολικά 302.430 εθελοντές, οι οποίοι δεν έπασχαν από στεφανιαία νόσο κατά την έναρξή τους. Με το πέρασμα του χρόνου, καταγράφηκαν 8.857 μη θανατηφόρα εμφράγματος, 3.928 θάνατοι από στεφανιαία νόσο, 2.534 ισχαιμικά εγκεφαλικά επεισόδια, 513 αιμορραγικά εγκεφαλικά και 2.536 μη ταξινομημέναεγκεφαλικά.
Η ανάλυση έδειξε ακόμη πως η μέτρηση και των τριγλυκεριδίων δεν προσφέρει κάτι περισσότερο στην εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου των ασθενών απ’ ό,τι η μέτρηση μόνον της χοληστερόλης (ολικής και «καλής»). Ωστόσο, είναι απαραίτητη για την αξιολόγηση άλλων παραμέτρων, όπως ο κίνδυνος παγκρεατίτιδας.