Οι γυναίκες που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση και άλλες αναπαραγωγικές τεχνικές ίσως είναι πιθανότερο να αποκτήσουν παιδιά με συγκεκριμένες μορφές καρκίνου ή αναπτυξιακά ελλείμματα, συγκριτικά με γυναίκες που συλλαμβάνουν φυσιολογικά.
Στο παραπάνω συμπέρασμα κατέληξαν δύο μελέτες που δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό έντυπο Pediatrics.
Οι ερευνητές αποδίδουν τον αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών εν μέρει στην μεγάλη μητρική ηλικία και σε άλλες παραμέτρους υγείας που οδηγούν τις γυναίκες στις τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Οι επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο του Όσλο μελέτησαν στοιχεία από αρχεία γεννήσεων όλων των παιδιών που είχαν γεννηθεί στη Νορβηγία την περίοδο 1984-2011, και τα συνέκριναν με στοιχεία από το Αρχείο Νεοπλασιών. Συνολικά, συμπεριλήφθηκαν πάνω από 1,6 εκατομμύριο παιδιά, περιλαμβανομένων και 26.000 που είχαν προκύψει από τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Εκ των 4.500 καρκίνων που εντοπίστηκαν οι 51 αφορούσαν παιδιά που είχαν γεννηθεί μετά από τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Συνολικά, ο κίνδυνος καρκίνου δεν ήταν σημαντικά μεγαλύτερος για την ομάδα των παιδιών που είχαν συλληφθεί τεχνητά, αλλά οι τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής σχετίστηκαν με 67% περισσότερες πιθανότητες λευχαιμίας. Επίσης, σχετίστηκαν με τετραπλάσιο κίνδυνο λεμφώματος Hodgkin, αν και η παρατήρηση αυτή βασίστηκε μόλις σε τρεις περιπτώσεις στην ομάδα των παιδιών της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Στη δεύτερη μελέτη, επιστήμονες από το Τμήμα Δημόσιας Υγείας της Μασαχουσέτης μελέτησαν αν τα αναπτυξιακά ελλείμματα σχετίζονται με τις τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Εστίασαν σε παιδιά από τη Μασαχουσέτη που είχαν εγγραφεί στο πρόγραμμα in Early Intervention, για βρέφη και νήπια με αναπηρίες.
Οι ερευνητές συσχέτισαν τα αρχεία πάνω από 330.000 γεννήσεων, το διάστημα 2004-2008 με στοιχεία για περισσότερα από 88.000 παιδιά που είχαν παραπεμφθεί στο πρόγραμμα.
Αφού εξαίρεσαν τις πολύδυμες κυήσεις εντοπίστηκαν 318.000 μονότοκες γεννήσεις, περιλαμβανομένων και 6.450 μετά από υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και άλλες 5.000 που αφορούσαν ζευγάρια τα οποία είχαν δυσκολευθεί να συλλάβουν.
Συγκριτικά με τα παιδιά των ζευγαριών που δεν είχαν θέματα γονιμότητα, τα παιδιά που είχαν προκύψει μετά από τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής είχαν 27 φορές περισσότερες πιθανότητες να παραπεμφθούν στο πρόγραμμα, ενώ όσα είχαν γεννηθεί από υπογόνιμα ζευγάρια είχαν 20% περισσότερες πιθανότητες.
Οι ερευνητές συνυπολόγισαν και το γεγονός ότι τα βρέφη που έχουν προκύψει από τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής είναι πιθανόν να είναι πρόωρα και άρα είναι λογικό να παραπέμπονταν στο πρόγραμμα Early Intervention.