Τα γονίδια είναι μικρές ξεχωριστές συλλογές πληροφοριών σε κάθε κύτταρο του ανθρώπινου σώματος. Κάθε γονίδιο γίνεται από μια μοναδική αλληλουχία του DNA.
Μερικά γονίδια παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του καρκίνου ενώ άλλα έχουν προστατευτική δράση κατά του καρκίνου. Τα γονίδια εντοπίζονται στα χρωμοσώματα στον πυρήνα κάθε σωματικού κυττάρου και έχουν τις πληροφορίες για την παραγωγή ειδικής πρωτεϊνης. Αυτές οι πρωτεϊνες βοηθούν στην εκτέλεση λειτουργιών σε όλο το σώμα, όπως την ανάπτυξη, διαίρεση και το θάνατο των κυττάρων ή την αντιμετώπιση φλεγμονής. Κάθε σωματικό κύτταρο περιλαμβάνει 30.000 περίπου γονίδια που εντοπίζονται στα χρωμοσώματα και κάθε ένα γονίδιο παράγει μια πρωτεϊνη που έχει μοναδική λειτουργία. Είναι απαραίτητο κάθε γονίδιο να έχει ορθές οδηγίες (κώδικα) για την παραγωγή πρωτεϊνης που πραγματοποιεί την ενδεδειγμένη λειτουργία του κυττάρου.
Φυσιολογικά, σε κάθε σωματικό κύτταρο υπάρχουν 46 χρωμοσώματα σε 23 ζεύγη. Μερικά γονίδια σε κάθε χρωμόσωμα προέρχονται από τη μητέρα και άλλα προέρχονται από τον πατέρα. Από τα 23 ζευγάρια χρωμοσωμάτων ένα ζευγάρι αποτελεί τα αυτόσωμα χρωμοσώματα και ένα άλλο ζευγάρι χρωμοσωμάτων αποτελούν τα χρωμοσώματα του φύλου που προσδιορίζουν εάν το παιδί που θα γεννηθεί θα είναι αγόρι ή κορίτσι. Τα χρωμοσώματα του φύλου καλούνται Χ και Υ. Δύο Χ χρωμοσώματα δίνουν το θηλυκό, ενώ ένα Χ και ένα Υ χρωμόσωμα δημιουργούν το αρσενικό παιδί.
Τα γονίδια κανονικά προάγουν μια φυσιολογική, ελεγχόμενη ανάπτυξη των κυττάρων. Όταν ένα ή περισσότερα γονίδια ενός κυττάρου υποστούν μετάλλαξη (βλάβη ή έλλειψη γονιδίου) που χαρακτηρίζεται από την διαφορετικότητα ή την αλλαγή των γονιδίων, πιθανόν να αρχίζει η πορεία ανάπτυξης του καρκίνου. Αυτό σημαίνει ότι τα μεταλλαγμένα γονίδια είτε έχουν οδηγία για την παραγωγή μη φυσιολογικής, ή δεν έχουν οδηγία παραγωγής πρωτεϊνης. Το αποτέλεσμα είναι ότι η ροή πληροφορίας για τη λειτουργία του κυττάρου διακόπτεται. Υπάρχουν 2 είδη γονιδιακής μετάλλαξης. Εάν η μετάλλαξη κληρονομηθεί από τον ένα γονέα στο παιδί ονομάζεται Γενετική και βρίσκεται σε κάθε κύτταρο του σώματος, ακόμη και στα σπερματοζωάρια και στα ωάρια και γι’αυτό το λόγο η γονιδιακή αυτή μετάλλαξη κληρονομείται από γενιά σε γενιά. Μερικά άτομα μπορεί να έχουν περισσότερες κληρονομούμενες γονιδιακές μεταλλάξεις σε σύγκριση με άλλα άτομα.
Η γενετική μετάλλαξη ευθύνεται για 5-10% των περιπτώσεων κληρονομικού καρκίνου και επειδή παρατηρείται σε ορισμένες οικογένειες ονομάζεται και οικογενής καρκίνος.
Φυσιολογικά κάθε κύτταρο έχει 2 αντίγραφα από κάθε γονίδιο. Ένα που κληρονομείται από τον πατέρα και το άλλο από τη μητέρα. Οι περισσότεροι κληρονομικοί καρκίνοι ακολουθούν τον αυτόλογο (αυτόσωμο) επικρατούντα χαρακτήρα κατά τον οποίο η μετάλλαξη γίνεται μόνο στο ένα αντίγραφο του γονιδίου. Αυτό σημαίνει ότι ο γονέας με γονιδιακή αλλαγή μπορεί να κληρονομήσει στο παιδί ένα αντίγραφο φυσιολογικού γονιδίου ή ένα αντίγραφο του μεταλλαγμένου γονιδίου. Επομένως το παιδί που έχει γονέα με γονιδιακή μετάλλαξη έχει 50% πιθανότητες να κληρονομήσει αυτή τη γονιδιακή μετάλλαξη που αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου σχετικού με αυτή τη μετάλλαξη, χωρίς όμως να είναι βέβαιο ότι θα εμφανίσει οπωσδήποτε καρκίνο. Σε αυτή την περίπτωση σημαντικό ρόλο έχουν, δυνητικά προληπτικό, η ισορροπημένη διατροφή, η διατήρηση κανονικού βάρους, η σωματική άσκηση, η μέτρια χρήση αλκοολικών ποτών, η αποφυγή του καπνίσματος, ενεργητικού ή παθητικού.
Οι περισσότερες περιπτώσεις καρκίνου προκαλούνται από μια σειρά γονιδιακών μεταλλάξεων ενός κυττάρου, σε σπάνιες περιπτώσεις από μια μόνον γονιδιακή μετάλλαξη, κατά τη διάρκεια της ζωής των ατόμων και αποκαλείται Σωματική Μετάλλαξη. Αυτές οι μεταλλάξεις είναι επίκτητες και δεν είναι κληρονομικές και προκαλούνται από την επίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων. Επίσης, διάφορα γονίδια μπορεί να αλληλοεπιδρούν με απρόβλεπτο τρόπο με άλλα γονίδια ή περιβαλλοντικούς παράγοντες για να προκληθεί καρκίνος. Αυτό το είδος καρκίνου καλείται σποραδικός. Συνεχίζονται Ερευνητικές μελέτες με σκοπό την καλύτερη κατανόηση της σχέσης μεταξύ της μετάλλαξης των γονιδίων και του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου.
Τα ογκογονίδια είναι μεταλλαγμένα πρωτο-ογκογονίδια που φυσιολογικά προσδιορίζουν το ρυθμό της διαίρεσης των υγιών κυττάρων. Όταν αυτά τα γονίδια μεταλλάσσονται, τα κύτταρα πολλαπλασιάζονται πιο γρήγορα και σχηματίζονται οι όγκοι, αφού δεν ελέγχεται η ανάπτυξη των κυττάρων. Μέχρι τώρα έχουν αναγνωρισθεί διάφορα ογκογονίδια.
Τα γονίδια καταστολής όγκων είναι γονίδια που έχουν ρόλο προφυλακτικό. Φυσιολογικά περιορίζουν την κυτταρική ανάπτυξη με τη ρύθμιση του πολλαπλασιασμού των κυττάρων, την επανόρθωση του κακού ταιριάσματος του DNA και με τον έλεγχο του θανάτου των κυττάρων.
Όταν τα γονίδια αυτά υποστούν μετάλλαξη λόγω κληρονομικότητος, περιβαλλοντικών παραγόντων και της ηλικίας, τα κύτταρα εξακολουθούν να πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα και μπορεί να προκαλέσουν την ανάπτυξη καρκίνου. Περίπου 30 γονίδια καταστολής του όγκου έχουν αναγνωρισθεί και έχει διαπιστωθεί ότι ένα από αυτά τα γονίδια (P53) όταν έχει υποστεί βλάβη ή ελλείπει, ευθύνεται για το 50% όλων των καρκίνων.
Τελικά, για να αναπτυχθεί καρκίνος πρέπει να γίνει σε ένα κύτταρο μετάλλαξη (κληρονομούμενη ή επίκτητη) πολλών γονιδίων που υπερισχύει των μηχανισμών ελέγχου και ισορροπίας του κυττάρου.
Τα τεστ της γενετικής συνιστώνται μόνο στα άτομα υψηλού κινδύνου που πιθανόν να είναι φορείς κληρονομικής μετάλλαξης γονιδίων. Τέτοια άτομα μπορεί να είναι:
- Μέλη οικογένειας με ιστορικό καρκίνου. Τρία ή περισσότερα άτομα (κατιόντες) της οικογένειας με τον ίδιο ή άλλου είδους καρκίνο
- Πρώιμη εμφάνιση καρκίνου. Δύο ή περισσότεροι συγγενείς με καρκίνο σε μικρή ηλικία
- Δύο ή περισσότεροι καρκίνοι στο ίδιο συγγενικό άτομο
- Βέβαια, τα τεστ της γενετικής που μπορούν να αναγνωρίσουν μεταλλάξεις γονιδίων και αποτελούν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου δεν αποτελούν προληπτική μέθοδο ελάττωσης του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου, αλλά μόνο στοιχειοθετούν τη θέση της ιατρικής επιτήρησης αυτών των ατόμων. Απαραίτητη είναι για τα άτομα που υποβάλλονται σε τεστ γενετικής να υπάρχει συμβουλευτική και ψυχολογική στήριξη.
Πώς μπορεί ένα άτομο να γνωρίζει εάν έχει κληρονομήσει μεταλλαγμένα γονίδια
Μόνον τα τεστ γενετικής μπορούν να προσδιορίσουν εάν ένα άτομο έχει κληρονομήσει γονιδιακή μετάλλαξη. Πριν αποφασίσει όμως το άτομο να υποβληθεί σ’αυτά τα τεστ καλό είναι να υπάρχει γενετική συμβουλευτική υποστήριξη από εκπαιδευμένους επιστήμονες που εξηγούν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα αυτών των εξετάσεων.
Πώς γνωρίζουμε εάν υπάρχει κληρονομικός καρκίνος σε μια οικογένεια
Από το ιστορικό της οικογένειας. Εάν στενοί συγγενείς, όπως γονείς, αδέλφια, παιδιά, έχουν εμφανίσει καρκίνο ή υπάρχουν πολλές περιπτώσεις καρκίνου στην οικογένεια (παππούδες, θείοι, θείες, ανήψια, εξαδέλφια, εγγόνια) τότε είναι μεγάλη η πιθανότητα η οικογένεια αυτή να μαστίζεται από κληρονομικό καρκίνο. Επιβεβαιώνεται, όταν σε μέλη αυτής της οικογένειας γίνεται διάγνωση καρκίνου σε μικρή ηλικία.
Τι κίνδυνο έχει ένα άτομο εάν υπάρχει κληρονομικός (οικογενής) καρκίνος στην οικογένειά του.
Εάν άτομα πρώτου βαθμού συγγενείας (γονείς, αδέλφια, παιδιά) έχουν καρκίνο, ο κίνδυνος αναπτύξεως καρκίνου σε άλλα άτομα της ίδιας οικογένειας είναι πολλαπλάσιος συγκριτικά με τα άτομα συνήθους κινδύνου και αυξάνεται περισσότερο, όταν και άλλοι στενοί συγγενείς έχουν καρκίνο.
Καρκίνος Παχέος Εντέρου – Ορθού
Στην Ευρώπη ο καρκίνος παχέος εντέρου και ορθού είναι ο πιο συχνός καρκίνος. Στη χρονιά που πέρασε στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάστηκαν 258.000 περίπου νέες περιπτώσεις και 138.000 θάνατοι από καρκίνο παχέος εντέρου και του ορθού. Θεωρείται ότι 25% των θανάτων αυτών θα μπορούσαν να προληφθούν.
Οι περισσότεροι καρκίνοι του παχέος εντέρου και του ορθού, περίπου 60%, είναι σποραδικοί και η μετάλλαξη των γονιδίων γίνεται μετά τη γέννηση του ατόμου, ενώ ο κληρονομικός καρκίνος οφείλεται σε μεταλλάξεις γονιδίων που μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά και εμφανίζεται πριν την ηλικία των 50 ετών.
Άτομα μετρίου κινδύνου έχουν 6% περίπου, πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου παχέος εντέρου και ορθού κατά τη διάρκεια της ζωής των. Οι άνδρες έχουν λίγο υψηλότερο κίνδυνο απ’ ότι οι γυναίκες.
Τι κίνδυνο έχει ένα άτομο εάν υπάρχει οικογενής καρκίνος παχέος εντέρου και ορθού στην οικογένειά του.
Εάν άτομα πρώτου βαθμού συγγενείας (γονείς, αδέλφια και παιδιά) έχουν καρκίνο παχέος εντέρου και ορθού νεότερα από 50 ετών, ο κίνδυνος αναπτύξεως καρκίνου παχέος εντέρου και ορθού διπλασιάζεται συγκριτικά με τα άτομα συνήθους κινδύνου. Αυξάνεται δε περισσότερο, όταν και άλλοι στενοί συγγενείς έχουν καρκίνο παχέος εντέρου και ορθού.
Ποια κληρονομούμενα μεταλλαγμένα γονίδια αυξάνουν τον κίνδυνο αναπτύξεως καρκίνου παχέος εντέρου και ορθού.
1. Κληρονομικός μη πολυποδιακός καρκίνος παχέος εντέρου και ορθού.
Αφορά το 5-10% όλων των καρκίνων παχέος εντέρου και ορθού. Ο κίνδυνος του καρκίνου παχέος εντέρου και ορθού σε οικογένειες με κληρονομικό μη πολυποδιακό καρκίνο παχέος εντέρου και ορθού είναι 70-90%. Στον κληρονομικό μη πολυποδιακό καρκίνο παχέος εντέρου και ορθού η μέση ηλικία του ατόμου με διάγνωση καρκίνου παχέος εντέρου και ορθού είναι η ηλικία των 45 ετών. Γυναίκες με κληρονομικό μη πολυποδιακό καρκίνο παχέος εντέρου και ορθού έχουν επίσης αυξημένο κίνδυνο αναπτύξεως καρκίνου της μήτρας περίπου 50%, και ωοθηκών περίπου 10%. Άτομα με κληρονομικό μη πολυποδιακό καρκίνο έχουν επίσης αυξημένο κίνδυνο αναπτύξεως καρκίνου στομάχου, λεπτού εντέρου, νεφρού, μαστού. Μεταλλάξεις σε ένα από τα γονίδια MLH1, MSH2, MSH6 είναι ο πιο συχνός αιτιολογικός παράγων του κληρονομικού μη πολυποδιακού καρκίνου παχέος εντέρου και ορθού. Τα υπεύθυνα γονίδια για την ανάπτυξη του κληρονομικού μη πολυποδιακού καρκίνου παχέος εντέρου και ορθού αποτελούν μέρος ομάδας γονιδίων που ρυθμίζουν τη διόρθωση βλάβης του DNA κατά τη διαίρεση του κυττάρου με τις πρωτεϊνες που παράγουν. Εάν συμβεί γονιαδιακή μετάλλαξη σε ένα από αυτά τα γονίδια, τότε δεν διορθώνεται η βλάβη του DNA του κυττάρου και αυτό μπορεί να προκαλέσει αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου. Γενετικά τεστ για τα γονίδια αυτά είναι διαθέσιμα. Άτομα που έχουν αυξημένο κίνδυνο αναπτύξεως κληρονομικού μη πολυποδιακού καρκίνου παχέος εντέρου και ορθού ή αυτά που έχουν αυξημένο κίνδυνο λόγω οικογενειακού ιστορικού ευεργετούνται από επισταμένο προληπτικό έλεγχο, όπως ετήσιο έλεγχο με κολονοσκόπηση, αφού η έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του παχέος εντέρου και ορθού ισοδυναμεί με δυνητική ίαση.
Οι γυναίκες καλό είναι να υποβάλλονται και σε προληπτικό έλεγχο για καρκίνο μήτρας και ωοθηκών με υπερηχογράφημα, βιοψία ενδομητρίου, εξέταση αίματος για τον καρκινικό δείκτη Ca-125.
2. Οικογενής αδενωματώδης πολυποδίαση.
Αποτελεί το 1% του καρκίνου παχέος εντέρου και ορθού. Οι πολύποδες, εκατοντάδες ή χιλιάδες, είναι καλοήθεις, αλλά εξαλλάσσονται 100% σε καρκίνο. Εάν η πάθηση παραμείνει χωρίς θεραπεία, τότε ο καρκίνος εμφανίζεται μέχρι την ηλικία των 40 ετών. Οι πολύποδες αναπτύσσονται συνήθως από την ηλικία των 20 ή 30 ετών, ακόμη δε, και από την εφηβική ηλικία. Άτομα με οικογενή πολυποδίαση έχουν αυξημένο κίνδυνο και για άλλους καρκίνους: στομάχου, λεπτού εντέρου, παγκρέατος, θυρεοειδούς αδένος, ηπατοβλάστωμα (συνήθως σε παιδική ηλικία). Αν και η οικογενής πολυποδίαση κληρονομείται με αυτόλογο επικρατούντα χαρακτήρα, περίπου 30% των ατόμων με οικογενή πολυποδίαση δεν έχουν οικογενειακό ιστορικό αυτής της παθήσεως.
Μια μορφή της οικογενούς πολυποδίασης είναι και αυτή με πολύ λίγους πολύποδες, περίπου 30 συνολικά. Σ’αυτή την περίπτωση ο καρκίνος δεν αναπτύσσεται πριν την ηλικία των 50 και η μορφή αυτή είναι δύσκολο σε μερικές οικογένειες να ξεχωρισθεί από κληρονομικό μη πολυποδιακό καρκίνο. Μετάλλαξη γονιδίου καταστολής όγκου (το γονίδιο καταστολής όγκου παράγει πρωτεϊνες που καταστέλλουν το σχηματισμό όγκου περιορίζοντας την ανάπτυξη των κυττάρων) προκαλεί οικογενή αδενωματώδη πολυποδίαση και την ιδιαίτερη μορφή αυτής με λίγους πολύποδες.
Διατίθενται τεστ γενετικής για γονιδιακές μεταλλάξεις στο γονίδιο καταστολής όγκου. Άτομα υψηλού κινδύνου για οικογενή πολυποδίαση μπορεί να υποβάλλονται σε σιγμοειδοσκόπηση από την ηλικία των 10-12 ετών και αφού οι πολύποδες μπορεί να αναπτυχθούν σε νεαρά ηλικία συνιστάται το τεστ γενετικής για παιδιά οικογενειών με οικογενή αδενωματώδη πολυποδίαση. Επίσης, προτείνεται προφυλακτική ολική κολεκτομή και χημειοπροφύλαξη σε άτομα υψηλού κινδύνου για οικογενή πολυποδίαση ως προληπτικό μέτρο ανάπτυξης καρκίνου παχέος εντέρου και ορθού. Φάρμακα που αναστέλλουν το ένζυμο κυκλοοξυγενάση – 2 έχουν εγκριθεί για οικογενή πολυποδίαση και τώρα ελέγχονται για την πρόληψη καρκίνων του παχέος εντέρου που σχετίζονται με κληρονομικό μη πολυποδιακό καρκίνο. Εάν βρεθούν πολύποδες σε άτομα υψηλού κινδύνου συνιστάται ολική κολεκτομή και μετά συνεχής έλεγχος του ορθού και του άνω τμήματος της Γαστρεντερικής οδού.
3. Σύνδρομο Gardner
Η διαφορά από την οικογενή πολυποδίαση είναι η ανάπτυξη οστεωμάτων της γνάθου, επι πλέον δόντια, όγκοι μαλακών μορίων (λιπώματα-ινώματα)
4. Σύνδρομο Peutz – Jeghers
Χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη ειδικού τύπου πολυπόδων στο πεπτικό σύστημα που καλούνται αμαρτώματα και αυξάνουν τον κίνδυνο αναπτύξεως καρκίνου παχέος εντέρου και ορθού. Στο σύνδρομο αυτό τα άτομα εμφανίζουν σκοτεινές κηλίδες στο δέρμα του προσώπου και των χεριών, αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού, ωοθηκών, μήτρας, παγκρέατος, πνεύμονος. Το γονίδιο που σχετίζεται είναι το STK11 που είναι γονίδιο καταστολής όγκου και διατίθεται γι’αυτό γενετικό τεστ.
5. Σύνδρομο Νεανικής Πολυποδίασης
Χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη ειδικού τύπου πολυπόδων (νεανικών) μέχρι την ηλικία των 20 ετών στο παχύ έντερο και σε άλλα τμήματα της Γαστρεντερικής οδού. Ο κίνδυνος για την εμφάνιση καρκίνου παχέος εντέρου και ορθού ανέρχεται σε 15-20% και σε άλλα τμήματα της Γαστρεντερικής οδού μέχρι και 50%. Δύο γονίδια έχουν σχέση με το Σύνδρομο Νεανικής Πολυποδίασης, τα MADH4 και BMPR1A και διατίθενται γι’αυτά γενετικά τεστ.
Καρκίνος Μαστού
Η ανάπτυξη του καρκίνου του μαστού πιθανόν αρχίζει διότι ένα ή περισσότερα γονίδια σ’ένα κύτταρο υφίστανται μετάλλαξη (βλάβη ή έλλειψη του γονιδίου). Αυτό σημαίνει ότι τα γονίδια αυτά κωδικοποιούν την παραγωγή μιας (ανώμαλης) μη φυσιολογικής πρωτεϊνης ή δεν παράγουν πρωτεϊνη. Το αποτέλεσμα είναι ότι η ροή πληροφορίας στο κύτταρο διακόπτεται. Η γενετική μετάλλαξη επισυμβαίνει, είτε γιατί ένα άτομο γεννιέται με τη γενετική μετάλλαξη σε όλα τα κύτταρά του (κληρονομική μετάλλαξη), ή το άτομο αποκτά μια αλλαγή σε ένα μόνο κύτταρο κατά τη διάρκεια της ζωής του η οποία μεταβιβάζεται σε όλα τα κύτταρα που προέρχονται απ’αυτό το μοναδικό κύτταρο (σωματική ή επίκτητη μετάλλαξη).
- Ο καρκίνος του μαστού είναι ο πιο συχνός καρκίνος στις γυναίκες (μετά τον καρκίνο του δέρματος) και η δεύτερη πιο συχνή αιτία θανάτου μετά τον καρκίνο του πνεύμονα.
- Το 2005 στις ΗΠΑ διεγνώσθησαν 211.240 περιπτώσεις καρκίνου μαστού, 40.410 θάνατοι. Το 2000 στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατεγράφησαν 244.500 νέες περιπτώσεις καρκίνου μαστού και πιστοποιήθηκαν 91.000 θάνατοι από καρκίνο μαστού.
- Μια γυναίκα μετρίου κινδύνου έχει πιθανότητα να αναπτύξει καρκίνο μαστού περίπου 12% κατά τη διάρκεια της ζωής της.
Οι περισσότεροι καρκίνοι μαστού, περίπου 85%, θεωρούνται σποραδικοί, δηλαδή η βλάβη των γονιδίων επισυμβαίνει μετά τη γέννηση του ατόμου. Κληρονομούμενοι καρκίνοι του μαστού, περίπου 15%, είναι, όταν η μετάλλαξη των γονιδίων μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά. Υπάρχουν πολλά είδη γονιδίων που μπορεί να υποστούν μετάλλαξη στον καρκίνο του μαστού, περιλαμβανομένης της έλλειψης των γονιδίων καταστολής του όγκου, που σημαίνει ότι ο όγκος δεν πεθαίνει, αλλά συνεχίζει να αναπαράγεται παρ’ότι παράγει ελαττωματικά κύτταρα. Μόνο τα τεστ γενετικής μπορούν να προσδιορίσουν εάν μια γυναίκα έχει κληρονομική γονιδιακή μετάλλαξη.
Εάν στενοί συγγενείς, μητέρα, θυγατέρες, αδελφές είχαν καρκίνο μαστού ή υπάρχουν πολλές περιπτώσεις καρκίνου μαστού στην οικογένεια (γιαγιάδες, θείες, εξαδέλφες) ισχυροποιείται η πιθανότης ο καρκίνος να είναι οικογενής, ιδιαίτερα, εάν εμφανίζεται πριν την ηλικία των 50 ετών.
Εκτίμηση κινδύνου αναπτύξεως καρκίνου μαστού
Εάν συγγενής πρώτου βαθμού μιας γυναίκας (μητέρα, αδελφή,θυγατέρα) αναπτύξει καρκίνο μαστού ο κίνδυνος εμφανίσεως καρκίνου του μαστού διπλασιάζεται κατά τη διάρκεια της ζωής της σε σχέση με γυναίκες συνήθους κινδύνου. Εάν δύο από τους συγγενείς αναπτύξουν καρκίνο μαστού ο κίνδυνος πενταπλασιάζεται. Δεν είναι βέβαιο πόσο αυξάνεται ο κίνδυνος για μια γυναίκα να αναπτύξει καρκίνο μαστού στην περίπτωση που ένας άνδρας στην οικογένειά της εμφανίσει καρκίνο μαστού.
Κληρονομούμενες γονιδιακές μεταλλάξεις που αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου μαστού
1. Οικογενής καρκίνος μαστού-ωοθηκών
BRCA1 και BRCA2 είναι γονίδια καταστολής όγκου που σχετίζονται με την οικογενή εμφάνιση καρκίνου μαστού-ωοθηκών. Γυναίκες που κληρονομούν μετάλλαξη αυτών των γονιδίων έχουν 50-85% πιθανότητα αναπτύξεως καρκίνου μαστού και 40% καρκίνου ωοθηκών. Άνδρες με μεταλλάξεις των γονιδίων BRCA1 και BRCA2 έχουν αυξημένο κίνδυνο αναπτύξεως καρκίνου μαστού και προστάτου. Άνδρες και Γυναίκες με μετάλλαξη του γονιδίου BRCA2 έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου μαστού και διαφόρων άλλων καρκίνων. Υπολογίζεται ότι περίπου 80% του κληρονομικού καρκίνου του μαστού προκαλείται από μεταλλάξεις των γονιδίων BRCA1 ή BRCA2.
2. Σύνδρομο Cowden
Η μετάλλαξη του γονιδίου PTEN καταστολής όγκου συνδέεται με το σύνδρομο Cowden και οι γυναίκες με το σύνδρομο αυτό έχουν κίνδυνο 25-50% να αναπτύξουν στη διάρκεια της ζωής τους καρκίνο μαστού και 65% καλοήθεις αλλοιώσεις στο μαστό, 5-10% κίνδυνο αναπτύξεως καρκίνου μήτρας που οφείλεται στη μετάλλαξη του γονιδίου καταστολής όγκου. Υπάρχει διαθέσιμο τεστ γενετικής γι’αυτό το γονίδιο.
3. Σύνδρομο Peutz-Jeghers
Γυναίκες με το σύνδρομο αυτό εμφανίζουν περίπου 50% κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου μαστού στη διάρκεια της ζωής τους και αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου ωοθηκών, μήτρας και πνεύμονος. Το σύνδρομο αυτό οφείλεται σε μετάλλαξη του γονιδίου καταστολής όγκου STK11. Διατίθεται γενετικό τεστ γι’αυτό το γονίδιο.
4. Σύνδρομο Li-Fraumeni
Στο Σύνδρομο αυτό παρατηρούνται προβλήματα μυών με δυσκολία στη βάδιση, τραύλισμα και δυσκολία στο γράψιμο. Ευθύνεται για λιγότερο από 1% του καρκίνου μαστού, οφείλεται σε μετάλλαξη του γονιδίου καταστολής όγκου P53.
Γενικά αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου κατά 90%.
5. Αταξία-τηλεαγγειεκτασία
προκαλείται από μετάλλαξη του γονιδίου ΑΤΜ στο χρωμόσωμα 11 και αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού στη γυναίκα. Γενικά αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου κατά 40%.
Πιθανόν να υπάρχουν και άλλα γονίδια που δεν έχουν αναγνωρισθεί ακόμη και επηρεάζουν την κληρονομική ευπάθεια στην ανάπτυξη καρκίνου του μαστού.
Καρκίνος των Ωοθηκών
Οι κληρονομούμενες γονιδιακές μεταλλάξεις που αυξάνουν τον κίνδυνο του καρκίνου των ωοθηκών είναι:
1. Σύνδρομο κληρονομικού καρκίνου μαστού και ωοθηκών
Τα γονίδια BRCA1 και BRCA2 πολύ συχνά σχετίζονται με τον αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης κληρονομικού καρκίνου μαστού και ωοθηκών. Υπολογίζεται ότι οι μεταλλάξεις στο γονίδιο BRCA1 ευθύνονται για το 75% περίπου των οικογενειών με κληρονομικό καρκίνο των ωοθηκών και οι μεταλλάξεις στο γονίδιο BRCA2 για το 15% περίπου των οικογενειών με κληρονομικό καρκίνο ωοθηκών. Γυναίκες με μετάλλαξη του γονιδίου BRCA1 ή BRCA2 έχουν αυξημένο κίνδυνο στη διάρκεια της ζωής τους 15-40% για καρκίνο των ωοθηκών και 50-85% για καρκίνο του μαστού. Άνδρες με μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1 ή BRCA2 έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου προστάτου και μαστού. Μεταλλάξεις στο γονίδιο BRCA2 σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο και άλλων καρκίνων, όπως μελανώματος και καρκίνου παγκρέατος. Υπάρχουν διαθέσιμα ειδικά τεστ γενετικής για τα BRCA1 και BRCA2 γονίδια.
Γυναίκες με μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1 ή BRCA2 πρέπει να υποβάλλονται σε προληπτικό έλεγχο για καρκίνο ωοθηκών και μαστού.
Ο προληπτικός έλεγχος για τον καρκίνο των ωοθηκών περιλαμβάνει κλινική εξέταση-υπερηχογράφημα και εξέταση αίματος για τον καρκινικό δείκτη Ca-125, ενώ για τον καρκίνο του μαστού αυτοεξέταση και κλινική εξέταση των μαστών, μαστογραφία-υπερηχογράφημα και μαγνητική τομογραφία.
2. Γυναίκες με κληρονομικό μη πολυποδιακό καρκίνο παχέος εντέρου και ορθού έχουν επίσης αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου ωοθηκών, περίπου 10%.
3. Nevoid Σύνδρομο βασικοκαρκινωμάτων δέρματος:
Υπάρχει πιθανότητα αναπτύξεως 20% καλοήθων όγκων (ινώματα) στις ωοθήκες, με πολύ μικρό κίνδυνο να εξαλλαγούν σε καρκίνο, που αποκαλείται ινοσάρκωμα. Το γονίδιο που σχετίζεται με το σύνδρομο αυτό είναι το PTCH και υπάρχει γι’αυτό ειδικό τεστ γενετικής.
4. Το Σύνδρομο Li-Fraumeni και η Αταξία-Τηλεαγγειεκτασία προκαλούν μικρή αύξηση του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου ωοθηκών.
Μερικές γυναίκες μπορεί να επιλέξουν την προφυλακτική αφαίρεση των υγιών ωοθηκών (ωοθηκεκτομή). Έτσι, ελαττώνεται ο κίνδυνος αναπτύξεως καρκίνου μαστού και ωοθηκών χωρίς όμως να εξαλείφεται πλήρως.
Οι περισσότεροι καρκίνοι ωοθηκών, περίπου 90%, είναι σποραδικοί, δηλ. η γονιδιακή μετάλλαξη γίνεται μετά τη γέννηση του ατόμου. Οι κληρονομικοί καρκίνοι, περίπου 10%, έχουν γονιδιακή μετάλλαξη που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά.
Οι πιθανότητες κληρονομούμενης γονιδιακής μετάλλαξης σε μια γυναίκα είναι 50% που σημαίνει ότι το άτομο αυτό έχει αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου ωοθηκών, ενώ οι γυναίκες συνήθους κινδύνου εμφανίζουν πιθανότητα μικρότερη από 2% να εμφανίσουν καρκίνο ωοθηκών. Ο καρκίνος των ωοθηκών αποτελεί περίπου 3% όλων των καρκίνων. Είναι ο 7ος συχνότερος καρκίνος και η τέταρτη αιτία θανάτου στις γυναίκες. Στις ΗΠΑ 22.000 νέες περιπτώσεις καρκίνου ωοθηκών εμφανίζονται κάθε χρόνο.
Μόνο τα τεστ γενετικής μπορούν να προσδιορίσουν εάν μια γυναίκα έχει κληρονομούμενη γονιδιακή μετάλλαξη. Χρειάζεται όμως προηγούμενα γενετική συμβουλευτική για τα υπέρ και κατά που μπορεί να αποκομίσουν απ’αυτά τα τεστ. Εάν στενοί συγγενείς (μητέρα, αδελφές, θυγατέρες) είχαν καρκίνο ωοθηκών ή υπάρχουν πολλές περιπτώσεις αυτού του καρκίνου στην οικογένεια (γιαγιάδες, θείες, ανήψια, εγγόνια) τότε υπάρχει πιθανότητα ο καρκίνος ωοθηκών να είναι κληρονομούμενος.
Γενικά, ο κίνδυνος αναπτύξεως καρκίνου αυξάνεται, επί πλέον του οικογενειακού ιστορικού, από παράγοντες του περιβάλλοντος και τον τρόπο ζωής του ατόμου. Όσα άτομα έχουν μετάλλαξη γονιδίων, που σχετίζονται με την ανάπτυξη καρκίνου μαστού, παχέος εντέρου και ωοθηκών, δεν προδικάζει με ακρίβεια ότι το άτομο αυτό θα αναπτύξει καρκίνο στα όργανα αυτά. Η έρευνα συνεχίζεται για την καλύτερη κατανόηση της σχέσης μεταξύ της μετάλλαξης των γονιδίων και του κινδύνου ανάπτυξης του καρκίνου. Παράγων κινδύνου είναι ο,τιδήποτε αυξάνει την πιθανότητα να αναπτυχθεί η νόσος σε ένα άτομο. Γίνονται ερευνητικές μελέτες για να διευκρινίσουν τους παράγοντες κινδύνου. Ελεγχόμενοι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν τη σωστή διατροφή, το κανονικό βάρος σώματος, τη σωματική άσκηση, τη μέτρια χρήση αλκοολικών ποτών, την αποφυγή ενεργητικού ή παθητικού καπνίσματος που αποτελούν προφυλακτικούς παράγοντες.
Άτομα με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου ωφελούνται από τη γενετική συμβουλευτική στήριξη και την πολιτική του προληπτικού ελέγχου και της έγκαιρης διάγνωσης της νόσου.
Η Παγκόσμια Κοινότητα Επιστημόνων Ερευνητών εργάζεται συνεχώς και αθόρυβα αναλύοντας κάθε ερευνητική προσπάθεια όπως αυτή που επιχειρείται τώρα με την αναδίφηση του «Άτλαντα του Καρκινικού Γονιδιώματος» από την οποία προσδοκούνται νέες εξετάσεις γενετικής και η δημιουργία αποτελεσματικών φαρμάκων κατά του καρκίνου για την προστασία της ζωής του ανθρώπου.